Τρίτη 12 Ιουνίου 2007

Apo Gabriel

Φίλοι μου,
Ζητώ την κατανόησή σας, γράφω γιατί ξαναζώ μια χαμένη μου ζωή, γράφω γιατί ξεφεύγω από την καθημερινή ρουτίνα, το χρειάζομαι, ξεφυλλίζοντας τα παλιά μου βιβλία υπάρχω…

Ευχαριστώ που με διαβάζεται...


Γαβριήλ Παναγιωσούλης


…η μάνα μου, μου έλεγε ότι ήμουν τυχερή που γνώρισα τον Τζώνη, θα έφευγα από τη μιζέρια, να πλένω ρούχα φαντάρων, θα είχα ευκαιρία να γνωρίσω κι άλλους ανθρώπους, ίσως να γινόμουν και πλούσια. Το μπαρ είχε μια κίτρινη επιγραφή

«Μπαρ ο Άσσος Κούπα» κίτρινο το χρώμα του μίσους σκέφτηκα. Στη πραγματικότητα ήταν μια καλύβα στο πίσω μέρος της αγοράς,. Όταν έβρεχε τα χαντάκια που περνούσαν απ’ έξω γέμιζαν λάσπες, πολλοί από τους πελάτες πιωμένοι όπως ήταν έπεφταν μέσα. Την άλλη μέρα ο Τζώνη ανέλαβε να μου μάθει τα πιοτά, δηλαδή πώς να σερβίρω τη μπύρα και το ρούμι, για τη μπύρα μεζές αυγά χελώνας για το ρούμι λεμόνι πράσινο και αλάτι. Στους φαντάρους πάντοτε με αλάτι, ο πολύς κόσμος δεν ερχόταν φοβόταν τους φαντάρους.
Ο Τζώνη μου αγόρασε φανταχτερά ρούχα, φτιασίδια, έγινα όμορφη, με σύστησε στον διοικητή της στρατιωτικής βάσης, είχε δυο φορές τα χρόνια μου ίσως και παραπάνω, αλλά ήταν συνταγματάρχης με τρία αστέρια. Με έπαιρνε βόλτα με το τζιπ, προτιμούσε τις νύχτες σα να φοβόταν κάτι, ο οδηγός ένας κουρεμένος ήταν και σωματοφύλακάς του. Πηγαίναμε κρυφά σε μυστικά μέρη εκεί που δεν μπορούσε να μας δει κανένα μάτι με τον φαντάρο σκοπό να φυλάει απ’ έξω ήταν ένα φαγάδικο με πιοτό και με δωμάτια από πίσω κρυμμένο στην πρασινάδα, «Το παπί Ντόναλντ» εκεί αγκαλιαζόμαστε ήταν ο πρώτος μου άνδρας, ποτέ δεν ξημερώσαμε μαζί ήταν σα να φοβόταν κάτι, έκλαιγα από υπερηφάνεια δεν το κρύβω, ο συνταγματάρχης στα πόδια μου. Και που να το μάθαινε η μάνα μου θα χαιρόταν απ’ τη γνωριμία μου. Ο Τζώνη γελούσε χαρούμενος θα ανανέωνε το κοντράτο προμήθειας κρέατος στην στρατιωτική Βάση. Για μένα ήταν η αρχή, μετά αφού με βαρέθηκε ο συνταγματάρχης ήρθαν οι λοχαγοί, οι δεκανείς οι φαντάροι, σκληροί με αρβύλες που βρωμούσαν, και ήταν πολλοί, είχα γίνει ένα κουρέλι ψυχή και σώμα, δε είχα τη δύναμη να αντιδράσω ούτε με ενδιέφερε πλέον. Η φήμη είχε απλωθεί, ήμουν μικρή ανήλικη, καινούρια στο κλαρί, αλλά μου άρεσε κι εμένα, έβγαλα το άχτι μου έκανα τη μεγάλη ζωή.
Ταξί έφερε έναν πελάτη με μπλε στολή με σιρίτια στις επωμίδες, νόμισα ότι ήταν καπετάνιος, μου συστήθηκε Ιβάν τελωνειακός, τι κάνεις εσύ εδώ μέσα τόσο μικρή με αυτούς του φαντάρους, αξίζεις καλύτερη τύχη. Θα σε πάρω από εδώ,
Μόνο κρυφά του είπα το κορμί μου είναι πουλημένο δεν μπορώ.
Μου έγραψε μια διεύθυνση, αυτή είναι μια φίλη μου έχει μπαρ και εστιατόριο, θα σε προστατέψει πήγαινε σε αυτή και θα έλθω να σε βρω.
Τι έχω να χάσω σκέφτηκα ας πάω.
Η Μάρθα με περιεργάστηκε σα να αγόραζε κοτόπουλο, Ιβάν φίλε μου άσε την εδώ, σαν καλή φαίνεται θα στρώσει. Πέρασα τη νύχτα με το Ιβάν, χάρηκε το κορμί μου, την επομένη με φώναξε η Μάρθα, θα με βοηθήσεις να πάμε να επισκεφτούμε τις κόρες μου, είναι εσωτερικές σε σχολή καλογραιών, φώναξε ταξί γιατί αυτή δεν οδηγούσε. ήταν περίπου 200 χιλιόμετρα στο εσωτερικό……
Η μεγάλη σιδερένια πόρτα άνοιξε οι καλόγριες υποδέχθηκαν την κ Μάρθα, εγώ ακολουθούσα φορτωμένη με πακέτα και δώρα για τις κόρες της, ξάφνου στρίγκλισε, όχι αυτή μην την αφήσετε να μπει μέσα, δεν βλέπετε είναι τέτοια, η καλόγριες με κοίταξαν σα να είχα λέπρα , πήραν τα πακέτα από τα χέρια μου και μου έκλεισαν κατάμουτρα την πόρτα. Να πας να με περιμένεις με τον ταξιτζή, φώναξε η Μάρθα.
Ένας καλόγερος με καφετιά τριγωνική κουκούλα που έφθανε έως τα πόδια του, με μια ζώνη με φούντες χτύπησε συνθηματικά το μεγάλο πορτόνι της μονής, μια καλόγρια άνοιξε, κοίταξε δεξιά αριστερά μην τους βλέπει κανένας και τον έμπασε μέσα.
Πήγα και κάθισα μαζί με τον ταξιτζή, σε αυτό το άγιο μέρος δεν υπήρχε ούτε ένα μπαρ να ξεδιψάσουμε, έτσι από κάτω από τον ίσκιο ενός δένδρου, ξάπλωσα κι έβαλα το κεφάλι μου στου ταξιτζή τα γόνατα, μου άρεσε θα σε κάνω φίλο του είπα, θα σε πληρώνω, του είπα τους πόθους μου τα όνειρά μου, του ζήτησα να με βοηθήσει να πιάσω ναυτικό φίλο, να κάνω παιδί σαν κι αυτούς ξανθό, να μοιάζει με χερουβίμ σαν αυτούς τους αγγέλους που είναι δίπλα από την εικόνα της Μαρίας, να έχω το γιο μου ένα αγαλματάκι να το βάλω δίπλα στην Παρθένο έτσι όταν οι πιστοί θα προσκυνούν να βλέπουν το γιο μου……

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007

ΣΤΟΥ ΝΟΥ ΜΟΥ ΤΟ ΝΑΟ

Στου νού μου μέσα το ναό
όπου κανείς δεν βλέπει,
έχω την Παναγιά και το Χριστό
του ουρανού χρυσή μου σκέπη.

Εχω αναμμένα τόσα καντήλια,
η φύση αδιάβατη με κυνηγά,
χρυσές εικόνες απ' Αγίους
και όλα μέσα μου ιερά.

Στου νού μου μέσα το ναό
του χρόνου οι αναμνήσεις,
μπροστά μου έρχονται, κυλούν
ατέλειωτες των ήλιων δύσεις.

Ποτέ δεν σταματούν
μες τους ανέμους δέρνονται,
εμπρός μου στήνουνε χορό
στου νού μου μέσα το ναό.

Στου νού μου μέσα το ναό
βλέμματα ελπίδας κυματίζουν,
κι έχω τον ίδιο το Θεό
λυχνάρι ακοίμητο στον ουρανό.


Άσπα Παπακωνσταντίνου

Παρασκευή 25 Μαΐου 2007

Ο Ζωγράφος

Στα όνειρα του υποσυνείδητού μας
δεν υπάρχει καμία λογική εξήγηση.
Τουναντίον,
στα γραπτά μας ζωγραφίζουμε
τον καθρέφτη του εαυτού μας.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Νέα Υόρκη

Δευτέρα 21 Μαΐου 2007

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΩΟΤΗΤΑ

Δεν υπάρχει φυσικότερη, αγνότερη και εξυγιαντικότερη πηγή από της αθωότητας. Αναπηδά μέσα από τα έγκατα της ψυχής όπως η φλέβα νερού από τον κόρφο της γης και γεμίζει το σώμα και την ψυχή ως που φτάνει στα μάτια, στην έκφραση των κινήσεων και τα λόγια εκείνα που κατακτούν χωρίς να διεκδικούν ,χωρίς να μάχονται, και αιχμαλωτίζουν χωρίς πρόθεση και τεχνική. Διαλύει, χωρίς να βιάζει, κάθε προδιάθεση αποτρεπτική και κάθε άρνηση κατανόησης και επικοινωνίας.Η Αθωότητα δεν προσχεδιάζει, δεν απαιτεί τον χώρο της υλικής και άυλης υπόστασης και παρουσίας της. Ο χώρος υποχωρεί στις διαστάσεις της και αφήνει ευπροσήγορα το κενόπου της ανήκει, ελαττώνοντας στο ελάχιστο κάθε περιττή τριβή. Η Αθωότητα είναι άφατο φως χωρίς αχτίδες και προβολείς. Οι σκιές σκορπίζουν γύρω της χωρίς αντίσταση και λούζονται οικειοθελώς το φως της. Πάνω στην τρυφερή της συστολή τρίβεται αβίαστα η κάθε σκληρότητα.Η Αθωότητα είναι σαγηνευτική παρθενία, που πάνω της ποθεί να γονιμοποιηθεί κάθε ευγενές συναίσθημα-και πιο πολύ η αγάπη. Ακόμη και η γνωστική διεργασία της αυτογνωσίας που μέσα από την ανομολόγητη υπολογιστική αξιολόγηση και την σκαπανική της επιμονή καταφέρνει ν' αναπτύξει μέσα της το αρμόζων που αναδεικνύει και ισορροπεί την μονάδα -χωρίς να διεισδύει[πάντα] επιμορφωτικά στο περιβάλλον ,ακόμη κι' αυτή [που ομολογουμένως είναι μεγάλη αρετή υποκλίνεται στην αθόρυβη εκρηκτική δύναμη της ΑθωότηταςΜόνο η Αθωότητα, που ξεπετάγεται, μαζί και μέσα, από το θεμέλιο και το χτίσιμο του ατόμου ,δίνει χωρίς αντίτιμο το εισιτήριο της αφθαρσίας,
γιατί, μέσα στην αγνότητά της δεν χρειάζεται να μπει σε τακτικές δοκιμασίας. Τοποθετεί απ' ευθείας τον Άνθρωπο στον κύκλο της φυσικότητας, με όλη την αρμονία που την ακολουθεί, την διαπνέει και την διέπει.Η Αθωότητα είναι 'κείνη που μέσα από τον απρόβλητο ερωτισμό της πλέκει τη ζωή με τοπλέγμα την αγνότητας ,αζωγράφιστη και ορατή, άοπλη και κατακτητική, δημιουργική και ανίδρωτη μέσα στην σιωπηλή της δύναμη.Αλήθεια, πόσο αλλιώτικη θα ήταν η ζωή μας αν αφήναμε την αθωότητα να γέμιζε με τα τρυφερά της δάχτυλα την υπαρξιακή μας πορεία;.......Και μην νομίσετε ότι υστερεί σε ερωτικά καλέσματα και σε αιτήματα απέριττης υλικής αναγκαιότητας. Έχει μέσα της αγνόγυμνες όλες τις προκλήσεις την ερωτικής λαγνείας, σαν τον ανθό που ανοίγει εύοσμα την γύρινη μήτρα του στο κάλεσμα της ερωτικής καρποφορίας.Έχει μέσα της την φυσιογενή επιμονή της επιβίωσης, χώνεται σαν τις ρίζες την ελιάς στο βράχο για τροφή δίνοντας ,συγχρόνως, ζωή[από την ζωή της]στους κόλπους της στειρότητας.Η Αθωότητα δίνει στον Άνθρωπο την χωρητικότητα που ΔΥΝΕΤΑΙ ν' απλώσει για την προέκταση που μπορεί και του ανήκει. Μπορεί να ξεπεταχτεί και μέσα από την λάσπη και να την κάνει πηγή!Ευλογημένοι όσοι άγγιξαν την πληρότητα μέσα από την αυτοδυναμία της ...


Σπύρος Δαρσινός

Τρίτη 15 Μαΐου 2007

Ηλιοβασιλέματα

Όλα αδειάζουν
γίνονται σκιές
φαντάσματα τώρα μοιάζουν
μπερδεύονται θαρρείς κι οι εποχές...

Όλη η ζωή αναποδογυρνά
το όνειρο φεύγει
πίσω πια δεν γυρνά...

Χάνονται τα χρώματα
σιγά - σιγά
στην ματωμένη δύση
κι ο ήλιος σβήνει μακριά
χωρίς καμιά
ανταυγεια του πίσω να αφήσει...


Στέλλα Ζαμπούρου Φόλλεντερ

Πέμπτη 10 Μαΐου 2007

Ο ΠΟΘΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Στη γης ετούτη και ζήση
ο πόθος του ποιητή γυρνά,
όταν ο ήλιος λέει να ροδίσει
τότε το πνεύμα ακολουθά.

Κι' είν' η ώρα άγια εκείνη
τ’ όραμα θείο ν’ αρχινά,
μες την ψυχή αχνοφωτίζει
καντήλι που λαμποκοπά.

Το ουράνιο αηδόνι τιτιβίζει
ένα κελαϊδισμό παθητικό,
μες την ψυχή του όπου αρχίζέι
και κάνει το όνειρο μελωδικό.
Η έμπνευσή σου να και λήγει
σε λίγα μαγικά λεπτά,
μα φθάνει όμως για να ζήσει
η πυρκαγιά της στην καρδιά.

Άσπα Παπακωνσταντίνου

Τρίτη 8 Μαΐου 2007

ΕΛΕΓΑ...

Τότε που 'ρθα σε
τούτη την ξένη πόλη
λίγα χρόνια

κι' ύστερα πάλι πατρίδα
καί πέρασαν κι' άλλα κι' άλλα
Και πάλι έλεγα
λίγα ακόμη λίγα ακόμη
Τώρα πια
όπου να πάω δεν γνωρίζω
κανέναν.


Σπύρος Δαρσινός

´´Βιβλιοπωλείο Νικολόπουλος´´

Τη Δευτέρα το βράδυ έγιναν τα εγκαίνια του Βιβλιοπωλείου «Νικολόπουλος» της φίλης μας Ντίνας Νικολακοπούλου και του αδελφού της Σωτήρη στην οδό Ομήρου 32 στην Αθήνα.
Στην εκδήλωση των εγκαινίων παραβρέθηκε πλήθος κόσμου, που με ιδιαίτερο ενδιαφέρον γνώρισε το νέο βιβλιοπωλείο τους, που ειδικεύεται, προ πάντων, στα ισπανικά βιβλία, κάτι που νομίζω ότι έλλειπε από την Αθήνα και σίγουρα θα καλύψει ένα κενό που μέχρι σήμερα υπήρχε στο χώρο.
Πανέμορφη και γλυκιά, στα κοκκινόμαυρα ντυμένη, η Ντίνα το μόνο που δεν έκανε ήταν να χορέψει φλαμένκο αφήνοντας γι’ αυτό να το πράξουν οι εκλεκτές καλεσμένες ισπανίδες χορεύτριες και το μουσικό γκρουπ «LA SOLEA» που έκανε τη βραδιά πιο όμορφη.
Όλοι οι φίλοι της Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. εύχονται στην οικογένεια
Νικολακοπούλου επιτυχίες και καλή συνέχεια με άλλα τέτοια στον κόσμο του βιβλίου.

Στράτος Δουκάκης

Κυριακή 6 Μαΐου 2007

ΧΑΜΕΝΗ ΨΥΧΗ

Πικραμένο μου σπουργίτι, μες στη μαύρη συννεφιά,
της ζωής στάζεις το δάκρυ,
που η ζωή δε σε κερνά.
Είναι η ώρα και σε ντύνει, του ονείρου η ξαστεριά,
που η αγκαλιά; ποια ελπίδα;
που το χέρι; ποια ζεστασιά;

Πως πονά, που σε πονάνε, τα παιδιά τ’ αμαρτωλά,
με τα χέρια σε ικεσία, στις αυλές στα σκοτεινά.
Πως πονά που σε πονάνε, τα παιδιά με τα καρφιά,
στις ουλές σαν σε χτυπάνε,
σε χτυπάν απανωτά.

Ήρθ’ η ώρα, πάει το αίμα,
άσπρισε και χάλασε,
το μυαλό, μέσα στη μπόρα,
σάστισε και πάγωσε.
Περασμένα μεγαλεία, είναι τώρα για να κλαις,
επανωτά σαν σε χτυπάνε,
σε χτυπάνε στις ουλές.

Πως πονά, που σε πονάνε, τα παιδιά τ’ αμαρτωλά,
με τα χέρια σε ικεσία, στις αυλές στα σκοτεινά.
Πως πονά που σε πονάνε, τα παιδιά με τα καρφιά,
στις ουλές σαν σε χτυπάνε,
σε χτυπάν απανωτά.

Το παράπονό σου στάζει,
είναι ένα μαρτύριο,
τότε ήσουν χελιδόνι,
τώρα Θλιβερό εμβατήριο.
Πάει η ώρα, πάει η μέρα,
πάει ο χρόνος σου έφυγε,
κάθε βήμα κι είναι κόπος,
η ανάσα σου έσβησε.

Πως πονά που σε πονάνε, τα παιδιά τ’ αμαρτωλά
με τα χέρια σε ικεσία,
στις αυλές στα σκοτεινά.
Πως πονά που σε πονάνε, τα παιδιά με τα καρφιά,
στις ουλές σαν σε χτυπάνε,
σε χτυπάνε απανωτά.


Δημήτρης Γ. Ζαχαρόπουλος

Τετάρτη 2 Μαΐου 2007

H ΦΩΝΗ

Είναι μεσάνυχτα κι όλη η φύση ησυχάζει…

Και καρτέρι, καρτέρι φιλελεύθερη λαλιά, τόνα χτύπα τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά…

Ξυπνήστε τέκνα και ήλθε η ώρα…

Εγώ μόνο υπογράφω, τα ευκόλως νοούμενα παραλείπονται

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 13 Απριλίου 2007

Αριστοτέλειο Ίδρυμα


Το Αριστοτέλειο Ίδρυμα, γέννημα της δραστηριότητας του Ελληνισμού της διασποράς, πριν τέσσερα χρόνια άρχισε μια μεγάλη προσπάθεια για την προβολή του έργου που επιτελούν οι άνθρωποι του Ομογενειακού Τύπου. Ένα έργο που για τους περισσότερους δυστυχώς παραμένει άγνωστο, γιατί ποτέ κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να παρουσιάσει αυτό το υψίστης σημασία έργο, που γαλούχησε τις γενιές των μεταναστών με τα εθνικά οράματα που πρόβαλε τα έργα του πνεύματος, που στάθηκε συμπαραστάτης στα κελεύσματα δύσκολων για το Έθνος στιγμών.
Καθημερινά κάποια Ομογενειακά έντυπα αναγκάζονται να διακόψουν την έκδοσή τους όχι γιατί έπαψε να καίει εκείνη η ιερή φλόγα μέσα στα στήθος του ομογενή δημοσιογράφου, αλλά λόγο της αδιαφορίας της Ελληνικής πολιτείας.
Το Αριστοτέλειο Ίδρυμα με την προβολή του Ομογενειακού Τύπου επιδιώκει να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη και κατ επέκταση να παρουσιάσει μια Έκθεση ντοκουμέντο στους λογής αρμοδίους, ώστε να αντιληφθούν ότι αν υπάρχει σήμερα απόδημος Ελληνισμός οφείλετε κυριολεκτικά στον Ομογενειακό Τύπο. Στον ομογενή δημοσιογράφο που με «αίμα καρδιάς» κράτησε ζωντανή την Ελληνική γλώσσα την ιστορική μνήμη τις παραδόσεις
Ο Ομογενειακός Τύπος αποτελεί το πνευματικό κληροδότημα των Αποδήμων στον Μητροπολιτικό Ελληνισμό, και αυτό θα το πετύχουμε να γίνει κατανοητό μέσα από την Έκθεση Ομογενειακού Τύπου & Βιβλίου.

Τετάρτη 11 Απριλίου 2007

EL MUNDO, o kosmos mas

Ψάχνοντας διάφορα παλαιά βιβλία μου κίνησε την περιέργεια οι μύθοι για την δημιουργία του κόσμου των αυτοχθόνων κατοίκων της μέσο- Αμερικής των Μάγια της φυλής Κιτσέ η οποία ζει στα υψόμετρα της οροσειράς sierra maestra Guatemala.
Είναι ένα βιβλίο με 192 σελίδες, λέγετε μάλιστα το ιερό βιβλίο Popol Vuh των Μaya-Quiché αντιγράφω δυο-τρεις σελίδες προσπαθώντας να βρω ομοιότητες με τις δικές μας παραδόσεις.
Διερωτώμαι τι να μας θυμίζει, τον απαγορευμένο καρπό; Την παρθένο- γέννηση; τη θυσία της Ιφιγένειας;

Περίληψη γεγονότων:

Στις αρχές του 18ου αιώνα ο μοναχός Φρανσίσκο Χιμένεζ του τάγματος του Αγίου Δομινίκου έφτασε στην Γουατεμάλα προερχόμενος από την Ισπανία τo 1688 μαζί με μια βαποριά θρησκευόμενων ιερωμένων, του ανέθεσαν την ενορία του Αγίου Θωμά Τσουιλά, το σημερινό Τσιτσικαστενάνγκο, όπου οι ιθαγενείς κάτοικοί του Μάγια Κιτσέ διατηρούνε μέχρι σήμερα τις παραδόσεις της φυλής τους.
………………………………………………………………………………………………
Ο μοναχός Χιμένεζ κατόρθωσε και τους ενέπνευσε εμπιστοσύνη και του εκμυστηρεύθηκαν ότι υπήρχαν χειρόγραφα που γράφτηκαν σε φλούδα του δένδρου amate λίγα χρόνια μετά από την κατάληψή τους από τους ισπανούς ίσως το 1544 στην Γλώσσα quiché = Κιτσέ με τη βοήθεια του Ισπανικού αλφαβήτου.
……………………………………………………………………………………………
Ο συγγραφέας είναι άγνωστος τα χειρόγραφα γράφτηκαν από αφηγήσεις όπου αφηγούνται από στόμα σε στόμα, ότι κάποτε υπήρχε ένα ιερό βιβλίο των Μάγια Κιτσέ το Ποπόλ Βου όπου εξιστορούσε τη δημιουργία του κόσμου.
Ο μοναχός έμαθε την γλώσσα των Ιθαγενών κατάλαβε την αξία των χειρογράφων, tα έγραψε σε βιβλίο και παράλληλα τη μετάφραση στα Καστελλιάνικα- Ισπανικά.
Το πρωτότυπο χειρόγραφο βρίσκεται στην βιβλιοθήκη του Newberry de Chicago USA
……………………………………………………………………………………
…αφού έκοψαν το κεφάλι του Ουάν-Ουναπού (αιχμάλωτος άλλης φυλής που είχε χάσει ένα παιχνίδι μπάλας) οι κύριοι του κάτω κόσμου οι Χιμπαλμπά το κρέμασαν σε ένα δένδρο το οποίο άρχισε να δίνει καρπούς τα καλύτερα φρούτα του έμοιαζαν με κολοκύθες, έβγαλαν διαταγή κανένας να μην πλησιάσει από κάτω ούτε να κόψει φρούτα.
Το άκουσε και η κόρη του Κουτσουματσίκ η δεσποινίς Ικτσίκ η περιέργειά της την έκανε να πάει κάτω απ’ το δένδρο.
Τι θαυμάσια φρούτα, άραγε αν κόψω ένα τι μπορώ να πάθω; Να πεθάνω;
Τότε της μίλησε η νεκροκεφαλή, που ήταν ντυμένη σα κολοκύθα, τι θέλεις τι ζητάς, όλα τα φρούτα είναι από μέσα νεκροκεφαλές, θέλεις να έχεις περιπέτειες;
Ναι,
Τότε άνοιξε την παλάμη του δεξιού σου χεριού.
Εντάξει απάντησε η κόρη.
Αυτή τη στιγμή η νεκροκεφαλή έφτυσε στο χέρι της κόρης και μια φωνή της είπε:
Από αυτή τη στιγμή μένεις έγκυος, φέρνεις στα σπλάχνα σου τους κληρονόμους μου.
Αλλά μην φοβάσαι δεν θα πάθεις τίποτε, ότι έγινε είναι γιατί το διέταξε η (θεά) αστραπή κλπ.
Είναι θεία θέληση απ’ το σώμα σου να γεννηθούν τα αδέλφια ημίθεοι Ουναχπού και Ικσμπαλαντσέ
………………………………………………………………………………………………
Η κόρη γύρισε σπίτι της, δεν είπε σε κανένα τίποτε, μετά από έξη μήνες η κοιλιά της έδειχνε φουσκωμένη, ο πατέρας της τής λέει με ποιον πήγες, ποιανού είναι το παιδί;
Πατέρα δεν πήγα με άνδρα, είμαι παρθένα,
Ψέματα μου λες, άρα είσαι πόρνη.
Είπε στους άρχοντες η κόρη μου είναι έγκυος με ατίμασε, με ντρόπιασε.
Αυτό είναι προσβολή πρέπει να πεθάνει.
Φώναξαν τέσσαρες μπούφους τους έδωσαν μια κούπα σε σχήμα καρδιάς, ένα πέτρινο μαχαίρι, τους παρέδωσαν την κόρη να την σφάξουν και να φέρουν την καρδιά της.
Πράγματι την κατέβασαν στον κάτω κόσμο, εκεί αυτή κατάφερε να τους σαγηνέψει, τους παρότρυνε να κόψουν την φλούδα ενός δένδρου όπου ο χυμός του ήταν κόκκινος σαν αίμα, croton sanguifιlus και είχε την ιδιότητα να πήζει, με αυτό να γεμίσουν την κούπα και να την παραδώσουν στους άρχοντες, έτσι κι έγινε…

Από το βιβλίο Popol Vuh version Adrian Recinos México 13 D.F.


Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη 10 Απριλίου 2007

Πέμπτη 5 Απριλίου 2007

εμμονή

Μου χει κολήσει μιά εμμονή
ότι δεν κάνω όσα μπορώ και
θέλω να κάνω για τους άλλους
Κι'όσο προσπαθώ να κάνω πιο πολλά
πάλι τα ίδια κάνω
Φαίνεται ο πόθος μου τραβάει με
δύναμη μπροστά και ξεφτίζει την θέλησή μου
Είναι φορές που θέλω να τινάξω από πάνω μου
αυτή την εμμονή
Μα οσο την τινάζω τόσο μπάινει πιο
βαθειά μου
Σαν το άγανο στο μανίκι που όσο τινάζεις
το χέρι σου τόσο και ανεβαίνει
στον κόρφο σου
Τώρα πιά είναι αργά έχει μπεί στην ψυχή μου
Και με τριβελίζει και με πονάει
Αλλά να σας πω και το άλλο ;
καλύτερα που ειναι έτσι
Γιατί τώρα ξέρω πως και στην πιό ώριμη
ηλικία μου θα κάνω όσα έκανα και στην νιότη μου
Άσε,που λένε,ότι όσοι πονάνε είναι άνθρωποι.

Σπύρος Δαρσινός

Τετάρτη 4 Απριλίου 2007

Συγνώμη συγνώμη φίλοι μου
αλλά σήμερα
δεν μπορώ να γράψω
Το λευκό χαρτί μπρος μου κόρη γυμνή
και δεν μπορώ να τ'αγγίξω
Σπρώχτεμε λοιπόν
Σπρώχτεμε να ερωτευτώ..........
Προσέξτε όμως παιδιά
Όχι με ομορφιές και τορνευτά στήθη
Ούτε μ'αφές στά αιδοία της αιωνιότητας
Ανοίξτε τα στήθη μου και βρέστε
την παγωμένη ικεσία της Ανάστασης
και φιλήστετη εσείς,ναι εσείς,στα χείλη
Να ξαναγίνει πνοή στα χείλη της
Φλόγα στο κορμί μου και ερωτας
στις ψυχές μας.

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Σπύρος Δαρσινός


Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

Το Κεντρί

Απόσπασμα από ΤΟ ΚΕΝΤΡΙ
Σελίδα 104
…έβρεχε όταν οι κρατούμενοι πήραν το δρόμο της φυλακής, βάδιζαν στη γραμμή, ένας, ένας με τα μούτρα κατεβασμένα στην κόψη του δρόμου, δίπλα από τα παράλληλα βαλτώδη χαντάκια. Οι βάτραχοι είχαν αρχίζει να σκούζουν, το φως του ήλιου να χάνεται, τα κουνούπια είχαν κρυφτεί κάτω από τις φυλλωσιές των δένδρων. Τα μπαρ είχαν ανάψει τις φωτεινές επιγραφές, οι ναυτικοί έτρεχαν να ξεδιψάσουν και να βρουν γυναικείες αγκαλιές, τα κορίτσια έριχναν σπάταλα αρώματα στο κορμί τους, απαραίτητη προετοιμασία για τη νυχτερινή ζωή που μόλις άρχιζε. Η γραμμή των φυλακισμένων εξακολουθούσε να προχωρεί, τούτη τη φορά σε χωματόδρομο. Σε κάθε τους βήμα χωνόταν πιο πολύ στη λάσπη. Οι χωροφύλακες συνοδοί τους με την κάνη των όπλων τους να κρέμεται από τους ώμους τους προς τα κάτω ήταν σκεπασμένοι με κάπες νάιλον, όπως πάντα, ένας μπροστά ένας στη μέση κι ένας στο τέλος.
Η Αυγουστίνα και η Μαρίνα έριξαν πάνω τους κολόνιες, βάφτηκαν και ετοιμάστηκαν να πάνε για δουλειά. Δούλευαν στο μπαρ του Μέμε. Περπατούσαν αγκαλιασμένες σφιχτά κάτω από την μικρή ομπρέλα για να προφυλαχτούν απ’ τη βροχή. Καθώς προχωρούσαν συνάντησαν τη γραμμή των φυλακισμένων, βλαστήμησαν την τύχη τους, θα γινόταν μούσκεμα απ’ τη βροχή περιμένοντας να περάσουν. Οι δυο έλληνες βάδιζαν κι αυτοί ανάμεσα στους βρεμένους. Το χέρι της Μαρίνας έσφιξε το γυμνό μπράτσο της Αυγουστίνας, τα νύχια της μπήκαν μέσα στη σάρκα της. Με πονάς γιατί με σφίγγεις;
Μα που έχεις τα μάτια σου δεν βλέπεις;
Τι να δω εκτός από κατάδικους κλέφτες που περνάν από μπροστά μας. Και θα βραχούμε μέχρι να περάσει αυτή η καταραμένη γραμμή.
Για κοίτα καλύτερα ανάμεσά τους είναι δυο έλληνες ναυτικοί, γνωστοί μας πελάτες του μπαρ, είπε η Μαρίνα. Πλησίασαν και οι δυο σαν ένα σώμα τον μεσαίο χωροφύλακα. Θέλουμε να μιλήσουμε σε αυτούς τους δυο κατάδικους.
Απαγορεύεται.
Μπορούμε να τους δώσουμε τουλάχιστον τσιγάρα;
Θα τα δώσετε πρώτα σε εμάς κι εμείς θα τους τα δώσουμε και μην ξεχνάτε και το μερτικό μας.
Έτρεξαν τα κορίτσια πήγαν σε μπακαλικάκι αγόρασαν τσιγάρα, σόδες, αγόρασαν και για τους χωροφύλακες, έτρεξαν πίσω, τα παράδωσαν στους φύλακες, αυτοί τους χτύπησαν στην πλάτη, τους έδειξαν τα κορίτσια που τους κοίταζαν σαν άγαλμα κάτω από την ομπρέλα και τους έδωσαν τα τσιγάρα τυλιγμένα σε νάιλον σακουλίτσα για να μην βραχούν.
Ξαφνιάστηκαν έγνεψαν ότι τις αναγνώρισαν, έσκυψαν το κεφάλι προχωρώντας σα μερμήγκια στο λασπωμένο δρόμο προς τη φυλακή… όπου στην είσοδο πάνω στον τοίχο ήταν γραμμένα με σκαλιστά γράμματα:
«Στην φυλακή δεν υπάρχει τίποτα κακό. Όλα είναι χειρότερα.»
Τα κορίτσια αποσβολωμένα τους έγνεψαν ένα τελευταίο αντίο, πριν πάρουν δρόμο να γλεντήσουν σε αγκαλιές ναυτικών που περίμεναν στο μπαρ του Μέμε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2007

Ο περαστικός Θεός.

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ

Τ’ αστέρια πέφτουνε στη Γη
σαν κέρινες φλογίτσες,
είναι οι ψυχές του ουρανού,
που πλέουνε στον ποταμό το Γάγγη.
*
Χέρια κοκαλιάρικα μ’ αγγίζουν,
λερές παλάμες απλωμένες,
σπαρακτικές φωνές.
«Θεέ μου! Δώσε μας μπαξίσι.»
*
Θεός, ελπίδα των φτωχών,
στα μάτια τους είμαι κι εγώ,
ένας περαστικός Θεός,
αφού είμαι ένας ναυτικός.


Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2007

Απόσπασμα από το βιλίο μου ο Αστροναύτης...

Η ΜΑΝΑ
Ένας πιτσιρικάς ξανθός, λούστρος, γιος γυναίκας του λιμανιού και σκανδιναβού ναυτικού, παιδάκι της πιάτσας (σα των σημερινών φαναριών) άνοιξε την πόρτα του ταξί μου, μπήκε και στρογγυλοκάθισε δίπλα μου, πάμε είπε απλά υπάρχει αγώι.
…Οδήγησα τη μάνα του παιδιού στο σπίτι του γιατρού, σε μια συνοικία που μένουν οι έχοντες και κατέχοντες. Η μάνα χτύπησε την πόρτα, μετά άρχισε να φωνάζει γιατρέ, έ γιατρέεεε, Η υπηρέτρια χολωμένη που της χάλασαν την ησυχία βγήκε στο μπαλκόνι και είπε. Τι φωνάζεις δεν βλέπεις ότι δεν είναι κανένας μέσα, πάει για ψάρεμα, άντε φύγε από εδώ μεσημεριάτικα, κι έκλεισε την πόρτα με τέτοια δύναμη ώστε ακούστηκε σαν πιστολιά. Η μάνα τρόμαξε νόμισε ότι της έριξαν, έπεσαι καταγής να προφυλαχθεί, πάντοτε φοβόταν τις συνοικίες των πλούσιων… Ξανά στο νοσοκομείο χτυπά να της ανοίξουν, στην είσοδο, μια καλόγρια με πεταλούδας σχήματος καπέλο της λέει, δεν είναι ανάγκη για γιατρό το παιδί σου πέθανε. Το έχουν βάλει στο Ανφιτεάτρο στο διπλανό κτίριο, θα πρέπει να το πάρεις από εκεί το συντομότερο. Η μάνα έπεσε κάτω, το λουστράκι την έβαλε ξανά στο ταξί. Πάμε στην αγορά να βρούμε τους χωριανούς μου να με βοηθήσουν, να το μεταφέρουμε στο χωριό μου και να τους έχω και μάρτυρες στον άνδρα μου, να μη με σκοτώσει. Ο ένας πούλαγε καθρεφτάκια, ο άλλος τηγανιτά ψάρια και ο τρίτος έκανε τον παπατζή.
Έβαλαν τα πανέρια τους στο πορτμπαγκάζ, ο παπατζής συνόδευε τη μάνα στο γραφείο, υπόγραψε κυρά μου, μα δεν ξέρω, τότε ας υπογράψει ο πατέρας, μα αυτός δεν είναι ο πατέρας…. Πήγαν στο Αμφιτεάτρο, τους παρέδωσαν ένα παιδικό φέρετρο άσπρο, ο παπατζής το έβαλε στο ώμο, άνοιξα το πορτμπαγκάζ, παραμέρισα τα πανέρια με τα καθρεφτάκια, τα τηγανιτά ψάρια, έβαλα το φέρετρο στη μέση, και ξεκίνησα για ένα χωριό στο μέσον του πουθενά. Στο μπροστινό κάθισμα η μάνα και ο λούστρος, στο πίσω οι τρεις χωριανοί, αν ερχόταν ο γιατρός έκλαιγε η μάνα, αν είχαμε λεφτά απάντησε ο με τους καθρέφτες, ήταν θέλημα Θεού είπε ο με τα ψάρια, θα σας πω εγώ από τι πέθανε είπε ο Παπατζής. Ανακάτεψε την τράπουλα τράβα ένα είπε της μάνας βγήκε ο άσσος μπαστούνι. Ααα! Το χαρτί του θανάτου, ξεφώνιζαν όλοι μαζί, άρα ήταν θέλημα θεού. Ο ξανθός λούστρος τους κοίταζε με ανοιχτό το στόμα, φοβήθηκε για τα τόσα που ήξεραν, ίσως να ήταν και θεοί. Εγώ έρχομαι μαζί για να φάω και να πιω στο ξενύχτι, μου είπε. Τον τσίμπησα να σωπάσει…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Νέα Υόρκη

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2007

ΟΙ ΔΥΣΤΥΧΟΙ... ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ


Του Φαίδωνα Θεοφίλου*

Οι ρατσιστές είναι συνάνθρωποί μας κενοί περιεχομένου: Αυτό που λέμε άδειοι τενεκέδες. Χρειάζονται πάντα να βρίσκουν κάποιους που τους θεωρούν κατώτερους, ώστε να αντλούν την (υποτιθέμενη) δική τους ανωτερότητα, μέσα από την (υποτιθέμενη) κατωτερότητα των άλλων. Οι ρατσιστές είναι συνάνθρωποί μας που κατά κανόνα δεν συγκεντρώνουν κάποιο ενδιαφέρον: Είναι άχρωμοι και άοσμοι και πάσχουν από πνευματική ατροφία μη αναστρέψιμη. Δεν αποκλείεται όταν μιλούν, να χρησιμοποιούν έννοιες όπως ισότητα. (Εννοώντας πάντα τον εαυτό τους, σε σχέση με κείνους που κατάφεραν πολλά στη ζωή τους και θέλουν να τους φτάσουν…τζάμπα. Συχνά συγχέουν, συνειδητά ή από απαιδευσία αδιάφορο, την ισοτιμία με την διαφορετικότητα (ετερότητα) των ανθρώπων. Οι άνθρωποι λοιπόν είναι διαφορετικοί μεταξύ τους (ευτυχώς) αλλά ισότιμοι έναντι των νόμων, αν και συχνά ο ρατσισμός φαίνεται να ξεκινά από την εκτελεστική εξουσία. Αν κάποιοι λόγω ιδιαίτερων χαρισμάτων, ικανοτήτων, μόρφωσης, συγκυριών ή και τύχης, αξιοποιούν στη ζωή περισσότερες ευκαιρίες από άλλους, αυτό δεν τους δίνει το δικαίωμα να θεωρούν το συνάνθρωπό τους για οποιονδήποτε λόγο, κατώτερο. Πρέπει να τους αρκεί το όφελος που προσπορίζουν στον εαυτό τους από την αξιοποίηση των ευκαιριών της ζωής. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και σε επίπεδο εθνών. Κλείνω το σημείωμα αυτό με μια μικρή καθημερινή ιστορία, αστεία όσο και ενδεικτική: Όταν κάποτε άλλαξα τα θερμοσώματα στο διαμέρισμά μου, έβγαλαν τα παλιά θερμοσώματα στην πόρτα του διαμερίσματος και περίμενα μέρα τη μέρα να περάσει κάποιος παλιατζής, να μου κάνει τη χάρη να κατεβάσει τα θεόβαρα θερμοσώματα με τον ανελκυστήρα από τον 5ο όροφο κάτω στο δρόμο και να τα κάνει ότι θέλει.
Πράγματι δεν άργησε να έλθει. Ήταν ένας λεπτός μεσήλικας τσιγγάνος, που αφού ήλεγξε σχολαστικά τα θερμοσώματα και διαπίστωσε το βάρος τους, μου είπε συνωμοτικά: «Άκου τι θα κάνεις! θα φωνάξεις 2 Αλβανούς, θα τους δώσεις 20 ευρώ να τα κατεβάσουν στο δρόμο και θα περάσω εγώ να τα πάρω…!!!»
Είδατε μέχρι πού τρυπώνει ο ρατσισμός;


· Ο Φ.Θ. είναι συγγραφέας
· E-mail:
ftheofilou@gmail.com
· Web site:
http://fedon.aeolos.net
· Blogg:
http://theofilou.blogspot.com

Τρίτη 20 Μαρτίου 2007

η ποίηση

Η ΠΟΙΗΣΗ

Είναι κάτι φορές που θέλω
να μπω μέσα της
Μα εκείνη δεν μ'αφήνει
Κι'οσο τρέχω απο πίσω της εγω
τόσο εκείνη με αποφεύγει
κι'εγω το μόνο που θέλω ειναι
να την αγκαλιάσω
Μα εκείνη-οπως φαίνεται- θέλει
πρώτα να ερωτευτούμε
και μετά ν'αγκαλιαστούμε.

Σπύρος Δαρσινός

Σάββατο 17 Μαρτίου 2007

Έτσι είναι...

Δεν έχεις τίποτα για να μου δώσεις
ούτε κι εγώ σε σένα...
ότι ήτανε πια έγινε και τώρα μη θυμώσεις
γλυκοκεντίδια όνειρα
ξηλώθηκαν στο σούρουπο ένα ένα...

Γιατί έτσι είναι η μοίρα κι η ζωή
εύθυμο καρναβάλι που έρχεται και περνάει
κι όσο κι αν θες μια νέα αυγή
ο χρόνος σ’ αδυσώπητη νεροσυρμή
αλλού τώρα την πάει...


Στέλλα Ζαμπούρου Φόλλεντερ

Κυρία μου...

Κυρία μου...
Δεν γεννιέται κανείς με ανεκτικότητα.
Ο καιρός και η πικρή γεύση
των άδειων δειλινών
την πλάθουν μέσα μας μια ζωή.

Κυρία μου...
Η ζωή που ξεκίνησε χαμόγελο ξέγνοιαστο
και βλέμμα που καθρέφτιζε μόνο την
πλατιά γαλανάδα τ’ ουρανού που
δεν ίσκιωσε κανένα σύννεφο – ήταν
το πρωταρχικό σου αμάρτημα.
Δεν ήσουνα έτοιμη για τη σύγκρουση
των κεραυνών,
για την πύρινη γλώσσα της θύελλας
που δεν γνωρίζει κόπωση
ούτε οίκτο...

Κυρία μου...
Το αβρό χαιρέτισμα των καινούργιων ημερών
μυρίζει καμέλια και λιβάνι
εκκλησίας σε επιτάφιο...
Φίλησε απόψε τα μαραμένα γιασεμιά...
Μάζεψε στην αγκαλιά σου την άγκορά σου γάτα...
το ηδονικό γουργούρισμα του ζώου
που θερμαίνεται
στην επαφή σου την ανθρώπινη
είναι ο ήχος της ζωής που δεν σταμάτησε..

Κυρία μου...
Το ποτάμι της ζωής τ’ αστείρευτο
στην νιότη μας
γίνεται βάλτος
μια μέρα που δεν καθρεφτίζει
της νύχτας τ’ άστρα...
Όλα είναι μια αποκάλυψη...
μια απόφαση στη ζωή...
Ακόμα και ο Θάνατος!...


Στέλλα Ζαμπούρου Φόλλεντερ

Fragmento, las Gaviotas

Τα Πουλιά, η Ελπίδα, οι Γλάροι.

Ανεβαίνοντας στο δεύτερο όροφο από την εξωτερική παλαιά σιδερένια και σκουριασμένη σκάλα, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, ένα κύμα από γλάρους πετούσαν έκαναν βουτιές στο λιμάνι, κράζοντας χαρούμενα. Άρχισε να τους μετράει, η ελπίδα ελευθερίας φώλιασε μέσα του σα να ήταν γλάρος. Δεν άντεξε τους φώναξε! Eεε! εσείς αδέλφια μου πουλιά να ξέρατε πόσο σας ζηλεύω που πετάτε ελεύθερα, θαλασσοπούλια μου, καθρέφτες της ψυχής μου, που κυνηγάτε τα βαπόρια στης προπέλας τα αφρώδη απόνερα.
Θόρυβος ακούστηκε από πίσω, προχωρείτε φώναζαν… το σπρώξιμο από την ανθρώπινη μάζα ισχυρό, καταπιεστικό. Μάταια κρατιόταν από τις χειρολαβές της σκάλας, δε άντεχε άλλο. Μπροστά του έχασκε η πόρτα της φυλακής τα κάγκελά της φάνταζαν σαν δόντια από στόμα θηρίου, που περίμενε να καταπιούν έναν καινούριο Ιωνά. Σπρώχτηκε, καταβροχθίσθηκε στην κοιλιά του σκοτεινού ματωμένου υγρού κελιού, ένα κύμα μίσους ανημποριάς τον κυρίεψε, εναντίων του κατεστημένου, εναντίον των ανθρώπων, δεν είπε τίποτε σε κανένα, ποιος θα τον άκουγε; Τράβηξε για το στρώμα του, ξάπλωσε και κλείστηκε στον εαυτόν του ακόμα πιο πολύ… με όνειρα την ελπίδα, τους ελεύθερους γλάρους.

Γαβριήλ

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2007

ΣΑΝ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ

Με τον καιρό
η αναπνοή μου κόντυνε
και ’γινε γρήγορη
σαν του πουλιού.
Και η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα
σαν του πουλιού.
Και οι κινήσεις μου τρέμουνε
σαν του πουλιού.
Και να πεις ότι ακούω πυροβολισμούς;
Όχι όχι
Και να ήταν;
ο αέρας είναι νεκρός
για ν' ακούσω την κραυγή του.
Γι' αυτό, ήρθαν και με σήκωσαν κάτι
ηλεκτροφόρα δάχτυλα και με βαλαν
μέσα σ' ένα κλουβί
Για ν' αναπνέω, λέει, άφοβα τον αέρα μου

Κοίταξα γύρω μου
και είδα το κλουβί γεμάτο ελεύθερα πουλιά.

Σπύρος Δαρσινός

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2007

Αυθορμητισμός

Αυτός ο αυθορμητισμός μου, είναι μια βιαστική αντίδραση του εαυτού μου, που κλείνει μέσα της μια ειλικρίνεια, ίσως κατάλοιπα κάποιας παιδικής αθωότητας, ή μιας κρύας ωμής λογικής, που εξανίσταται όταν βλέπει ή αναγινώσκει θέματα που χρήζουν απάντησης, ή διατύπωση μιας ξεκάθαρης διαφορετικής γνώμης.
Κάποιος από όλους σας θα πρόσεξε ότι είμαι ανορθόγραφος, ότι βάζω ένα «ν» εκεί που δεν πρέπει ότι δεν ακολουθώ την ορθογραφία των ρημάτων ανάλογα με τον χρόνο ή «ίσως να ξεχνώ να βάζω υπογεγραμμένη κάτω από τα μακρά φωνήεντα της δοτικής»
Όλα αυτά είναι αληθινά, αλλά πώς να το κάνουμε, η εποχή των τότε θρανίων πέρασε για εμάς, και να θέλαμε να συνεχίσουμε στα ξενόγλωσσα κράτη της υφηλίου όπου ζούμε δεν υπάρχουν πλέον. Τα σκότωσε ο χρόνος της εξέλιξης.
Η επανάσταση του Η/Υ κατέρριψε τα πάντα, μαζί ήρθε και το μονοτονικό, άλλαξαν αυτά που ξέραμε, βρεθήκαμε (εμείς οι παρεπιδημώντας εις την ξένη) να πλέουμε σε μια θάλασσα χωρίς να έχουμε μάθει κολύμπι. Κι όμως επιζήσαμε… Συνταυτισθήκαμε στο καινούργιο σύστημα αλλά δεν παύουμε να είμαστε αυτοί που έμειναν με αυτά που είχαν μάθει της εποχής του ‘Μακρού προ Βραχέως περισπάτε.’

Χαιρετώ

Γαβριήλ

Τρίτη 13 Μαρτίου 2007

Ένα Αστέρι γιεννιέται

Συγχαρητήρια φίλε Στράτο,
τις ευχές μου, κι όλων μας, για μια λαμπρρή παγκόσμια βαρύτητα απήχησης των τόσο ειλικρινών ανθρώπινων γραπτών σου....

Γαβριήλ

"Χαιρετίζω με τον πιο ειλικρινή τρόπο την προοδευτική εξελικτική πορεία του Στράτου Δουκάκη, με την εύλογη πεποίθηση ότι η μελλοντική του συγγραφική επίδοση θα δικαιώσει τις προσδοκίες μου, και θα του εξασφαλίσει ένα ευοίωνο μέλλον στη δημοσιογραφική του καριέρα".
* Ο Μήτσος Τσιάμης είναι συγγραφέας.

Πολιτιστική Οργάνωση «ΝΟΣΤΟΣ»

Νέα οργάνωση συσπειρώνει τους Έλληνες της Αργεντινής

Στην δημιουργία ενός νέου φορέα προχώρησαν οι Έλληνες και φιλέλληνες του Μπουένος Άϊρες, ενώνοντας τις δυνάμεις τους για την προώθηση του ελληνικού Πολιτισμού.

Πρόκειται για την Πολιτιστική Οργάνωση «ΝΌΣΤΟΣ» που ιδρύθηκε ως αστική μη κερδοσκοπική οργάνωση για τη διάδοση της Ελληνικής Εκπαίδευσης και του Ελληνικού Πολιτισμού το 2006.

Καταλυτικό ρόλο στην δημιουργία της οργάνωσης είχε το ραδιοφωνικό Πρόγραμμα «Αντάμωμα με την Ελλάδα» που δημιούργησε η Dr. Χριστίνα Τσαρδίκος.

Το πρόγραμμα εξέπεμπε από το Μπουένος Άϊρες και πρόβαλε θέματα του Ελληνικού πολιτισμού και της Ελληνικής Γλώσσας.
Για την περίοδο 2001-2005 η «Αντάμωση» γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση και στάθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για ένα μεγάλο κομμάτι του Ελληνισμού της Αργεντινής και της Ν. Αμερικής. Και αυτό παρά όλες τις οικονομικές αδυναμίες και άλλες αντιξοότητες.
Στα πλαίσια του παραπάνω προγράμματος συσπειρώθηκαν και άλλοι ομογενείς της Αργεντινής, Έλληνες εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, όπως και Έλληνες ομογενείς από την Αμερική και Ευρώπη.
Λόγω οικονομικών δυσκολιών, το πρόγραμμα διακόπηκε το 2005 για οκτώ μήνες περίπου. Η διακοπή αυτή όχι μόνο δεν αποθάρρυνε τους δημιουργούς και τους οραματιστές της, αλλά στάθηκε αφορμή για περαιτέρω συσπείρωση και κινητικότητα και μια νέα ώθηση, γύρω από τους κοινούς στόχους. Έτσι, τον Μάιο του 2006 η εκπομπή επαναλειτούργησε.

Η εκπομπή έδωσε το έναυσμα για την δημιουργία της οργάνωσης, που εκφράζει τις αναζητήσεις, ανάγκες, προβληματισμούς και προσδοκίες ενός μεγάλου και ζωντανού τμήματος της ομογένειας στην Αργεντινή και στην Λατινική Αμερική, πολλών ομογενών σε άλλες χώρες, όπως και αρκετών Ελλήνων της "μητρόπολης".
Τον Νόστο για την Ελλάδα, την επιστροφή στην πατρίδα, στις ρίζες και τις πηγές του Ελληνισμού.

Μια από τις δραστηριότητες της οργάνωσης αποτελεί το ραδιοφωνικό πρόγραμμα «Αντάμωση».


Για περισσότερα κάντε κλικ εδώ: http://www.voiceofgreece.gr/OmogeneiaMainNews.asp?id=299277

Σάββατο 10 Μαρτίου 2007

οι προδότες

Ενα σάπιο μήλο
σε βλαστό αμυγδαλιάς

Ενα τρένο τρέχει στον κάμπο
Χωρίς ράγες

Ενα λουλούδι φυτεμένο απο τον
τον ανθό του

Ενας θάνατος κρεμασμένος στην
ελπίδα

Ενα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη
του Καραισκάκη

ΝΑ ποιοί ειναι οι ηρωες

Οχι αυτοί που προδόθηκαν

Αλλά αυτοί που τους μαχαίρωσαν.

Σπύρος Δαρσινός
οι προδότες

Ενα σάπιο μήλο
σε βλαστό αμυγδαλιάς

Ενα τρένο τρέχει στον κάμπο
Χωρίς ράγες

Ενα λουλούδι φυτεμένο απο τον
τον ανθό του

Ενας θάνατος κρεμασμένος στην
ελπίδα

Ενα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη
του Καραισκάκη

ΝΑ ποιοί ειναι οι ηρωες

Οχι αυτοί που προδόθηκαν

Αλλά αυτοί που τους μαχαίρωσαν.

Σπύρος Δαρσινός

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2007

το χάος

Έχουμε την κακή συνήθεια να γράφουμε όταν νομίζουμε ότι έχουμε κάτι σπουδαίο Κ' όσο ψάχνουμε για το σπουδαίο όλο και το πιο σπουδαίο γυρεύουμεΚαι στο τέλος αυτό που γράφουμε μας αφήνει μέσα μας ένα κενό, γιατί πιστεύουμε πως κάπου πιο βαθιά μέσα μας είναι κάτι ακόμη πιο σπουδαίο και νομίζουμε ότι αδικήσαμε τον αυτό μας με αυτό πού γράψαμε. Κι' αρχίζουμε να ξαναγράφουμε για να ξανανιώσουμε το ίδιο κενό [αυτό δημιουργεί την ταπεινότητα]. Το κενό αυτό είναι χάος και είναι ανάμεσα στο γνωρίζω και το ξέρω. Υπάρχει διαφορά σε αυτά τα δυο ρήματα, το γνωρίζω είναι μέσα στο αίμα σου, το ξέρω είναι από την άλλη μεριά του χάους. Μου έχει τύχει λίγες φορές [δυστυχώς όχι πολλές] να βρεθώ στη μέση του Χάους. Και για κάποιο ανεξήγητο λόγο ένιωσα μια απέραντη ευτυχία, πού φεύγει όμως πάλι μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, η μάλλον δεν ξέρω πόσο κρατάει. Μπορεί και αιώνες [Πως ξέρουμε ότι ζούμε;]Υποψιάζομαι [δεν πιστεύω] πως αν κάποιος μπορούσε να μείνει στη μέση του Χάους λίγο πάρα πάνω από τις αδυναμίες του θα ζούσε για πάντα με την αλήθεια. Δηλαδή ,το πιστεύω και δεν πιστεύω, είναι φρούδες γιατί ,δεν μπορείς να πιστεύεις η να μην πιστεύεις κάτι που δεν ξέρεις. Εδώ, ανάμεσα στο πιστεύω και δεν πιστεύω δεν υπάρχει διαφορά, όπως στο γνωρίζω με το ξέρω, γιατί ανάμεσά τους δεν υπάρχει χάος ,υπάρχει ένας τόσος δα χώρος, που πρέπει εσύ να τον κάνεις γυμναστήριο της σκέψης σου. Δικό σου γυμναστήριο. Να γίνει αυτός ο μικρός χώρος ένα συνεχές ιδροκόπημα. Υποψιάζομαι ότι στις ανάπαυλες αυτής της αναζήτησης βρίσκομαι, για λίγο, στη μέση του Χάους.... .Μην νομίζετε ότι νομίζω ότι σας έγραψα κάτι σπουδαίο. Αύριο που θα το διαβάσω θα κοκκινίσω από ντροπή που σας το έστειλα πριν το ξαναδώ την αυγή.
Σπύρος Δαρσινός

Τρίτη 6 Μαρτίου 2007

Mera tis Gynaikas

Αν και έψαξα τα ημερολόγιά μου τα κρεμασμένα στον τοίχο δεν μπόρεσα α’ ανακαλύψω την ημέρα της γυναίκας. Έτσι ευχαριστώ τον φίλο Στράτο για την υπενθύμιση του, με το ύμνος της γυναίκας .
Η γυναίκα φίλοι μου είναι ισότητα όλοι από εκεί προερχόμαστε . Δεν υπάρχει κανένας μας να λέει εμένα με γέννησε π.χ. μια γλάστρα με βασιλικούς.
Έτσι για όλους μας, μια γυναίκα είναι μάνα μας, μεγάλη μας τιμή.
Η γυναίκα κινάει όλη την οικουμένη, ακόμα και το χρηματιστήριο, τα πολυκαταστήματα, οι βιομηχανίες, όλα για την γυναίκα δουλεύουν. Αν σταματήσει μια μόνο στιγμή να ζει, να θέλει, να ξοδεύει θα χρεοκοπήσουν βιομηχανίες, θα κάνει κραχ η Wall street.
Η γυναίκα είναι το όνειρο, η πανσέληνο, η ανθισμένη μυγδαλιά, έχει τη δύναμη να δώσει, να εμπνεύσει, να καλλιεργήσει τον έρωτα την αγάπη, την τρυφερότητα, να αλλάζει γνώμες χωρίς αιτία, μα και να φέρει την φουρτούνα να διαλύσει, αλλά κατά βάθος παραμένει η τρυφερή ύπαρξη ζητώντας κι αυτή σα την μέλισσα να τρυγήσει από τη γύρη του αντίθετου φύλλου. Έτσι είναι φτιαγμένη η ζωή η φυσική μας ύπαρξη, η έλξη που προκαλεί η γυναίκα είναι η ομορφιά του αισθήματος, η αντρική φαντασία οργιάζει, η ψυχική αγαλλίαση φουσκώνει τα στήθη, μέχρι που το άπιαστο όνειρο πραγματοποιείται, όλα αυτά φτιαγμένα από τον δημιουργό για την διαιώνιση του είδους μας…
Χωρίς αυτή δεν θα υπήρχε ζωή!


Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2007

Ο Μήτρος κι η Βασίλω

Κοπιαστική η μέρα τους και δύσκολη πολύ
τα λίγα γιδοπρόβατα δε χόρταιναν τροφή,
τώρα το χινοπώρι δεν βρίσκουνε βοσκή.
Κι ο Μήτρος πάντα σκεφτικός και πάντα σκυθρωπός,
ποτέ του γελαστός, μόνο καημό, κακοτυχιά και κόμπο
τα παράπονα τον πνίγουν στο λαιμό
και αραιά και πού μονάχος του μιλάει

Σκέψεις πολλές κι όνειρα ο Μήτρος είχε κάνει,
απ’ το καιρό της παντρειάς μια φαμελιά τρανή να φτιάξει.
Καημός του και μεράκι του να είχε πέντε γιους
και μια κόρη πεντάμορφη να του ’φερνε εγγονούς.
Μα τούτη η Βασίλω του, γρουσούζα για καλά,
τα έκανε αλλιώς· πέντε κορίτσια ως εδώ και άφανος ο γιος.
Έτσι λοιπόν ο Μήτρος τ’ αποφάσισε να μείνει με αυτά
και στ’ όνειρό του φώναζε: «Βασίλω μου, χαζιά».

Δοκίμασε η Βασίλω του πολλές φορές τις νύχτες
κοντά του να ξαπλώσει,
μα αυτός πάντα σκιαζότανε
πως τσούπρα θα του δώσει.
Έτσι περνούσε ο καιρός, κοιμόταν χωριστά,
σκιάζονταν ο Μήτρος τρομερά τα τραγανά βυζιά

Και ο καυγάς τους δυνατός έφτανε στο χωριό
«Τράγο» τον φώναζε και «παλιοακαμάτη» γιομάτη με θυμό.
«Παλιάμπ’λο» είσ’ Βασίλω μ’ τίπουτις δε νουάς,
τσούπρες να βγάνεις ξέρεις και γιόμουσ’ η ντουνιάς.
Σ’ είπα Βασίλω μ’, δεν πρέπει ν’ αστοχνάς
πως πρώτα θέλ’ αρσενικά να μοιάζουν μι τ’ εμένα,
κουντά μια θυγατέρα να μοιάζει μι τ’ εσένα.

-Άι Μήτρο μ’ και χάζεψες, δεν τα’ χω στο βρακί μ’.
Για δεν τηράς όταν είσ’ ψηλά, Μήτρο μ’, είσαι σωστά;

Έτρεξε η δόλια, έψαξε σε κάποιες χαρτορίχτρες,
σε μάγους και φακίρηδες ζήτησε να βρει το γιατρικό,
ένα βοτάνι μαγικό που θα ’φερνε το γιο.
Και να, της δώσαν συνταγή κι άλλα μυστικά,
να πότιζε το Μήτρο της με κόκκινο κρασί, να έβγαζε το γιο.

Και μια βραδιά σαν γύρισαν άκεφοι απ’ τη βοσκή,
το βράδυ η Βασίλω τραγούδαγε γλυκά και του ’δωνε ζωή.
Κοντά με γέλια και κρασί τον πότισε καλά
κι όλη τη νύχτα ο Μήτρος της, χαιρότανε τα τραγανά βυζιά.

-Αχ, αχ κι ωχ, ωχ, μανούλα μ’ τι τραβάω
Μωρ’ Βασίλω μ’, τι όμορφη και τι γλυκιά είν’ η ζωή
μέσα στην αγκαλιά σ’ ξεχνάω τ’ αρσενικά.

Και να που τα κατάφερε γκαστρώθηκε ξανά,
φτάνει στους μήνες τρεις,
μα σκιάζεται η άμοιρη στο Μήτρο να το πει.
Κι όπως ξανά ένα δειλινό γυρίζανε στη στάνη,
κέφια, μεράκια της, τραγούδια και χαρές
ξεχύθηκαν με χάρη στις γύρω λαγκαδιές.

-Ούι, ούι! Βάρα τα γίδια Μήτρο μ’ βάρα και το μουλάρ’,
στη στάνη μας να φτάσουμε πριν να μας πάρει το βράδυ.
Και σ’ έχω για του δείπνου μας κι ένα χαμπάρ’ καλό,
Μήτρο μ’ κι αντρούλη μ’ μάθε πως πάλι μ’ αγκάστρωσες
από πολύ καιρό!
-Τι είν’ αυτά που ματσαλάς κι πες μου τι νουάς,
Βασίλω μ’ τραγανή, ανάθεμα κι δε γρικώ
πότ’ ήρθα εγώ κοντά σ’.

Και φτάσαν στο καλύβι τους κι ο Μήτρος σκεφτικός
και η Βασίλω με χαρά του έφερε καρύδια και κρασιά.
Κι όπως τον πότιζε γλυκά έβγαλε το φουστάνι της
και έβαλε τα χέρια του απάνω στην κοιλιά της.

Άναψε ο Μήτρος στη στιγμή ακόμα πιο πολύ
κι αφού λίγο αφουγκράστηκε το νέο τους παιδί,
της λέει με στοργή:

-Να ’νι αυτό Βασίλω μ’ αρσενικό ή να ’νι πάλι θυλ’κό;
Α; τι λες του λόου σου εσύ απ’ νοάς απ’ τ’ αυτά
ακόμα πιο πουλλά;

-Μη σκιάζεσαι Μήτρο μ’ και θα δεις, θα’ ναι όπως κι εσύ
κι επάνω στην κουβέντα ο Μήτρος σαν φλογίστηκε
την έριξε στην ψάθα
-Άντες κι μ’ κατάφερις, τρανή καμωματού
βγέκα εσύ πέρα καλά κι ας είν’ ότι θέλ’
κι άρχισε με κέφια και χαρά να παίζει ως αργά…


Βάιος Φασούλας 09.05.1995. (Από τη Β` Συλλογή).

Καλό Μήνα

Μάρτης ο μήνας της εαρινής ισημερίας, παλαιάς πρωτοχρονιάς, το ξύπνημα της φύσης, μπουμπουκιάζουν τα δένδρα, η γη ολόκληρη δονείται από την έλξη των αντιθέτων, τα όντα πανηγυρίζουν, τα έντομα μεταφέρουν τη γύρη γονιμοποιούν τα άνθη για να γίνουν καρποί, ακόμα και οι άνθρωποι ξεγυμνώνουν τα ένστικτά τους πλάθοντας όνειρα ηδονικές φαντασίες, τα αντίθετα έλκονται, γονιμοποιείται η γη μας ξαναγεννιέται το σύμπαν. Κι εμείς οι στιγμιαίοι κάτοικοι αυτού του παραδεισένιου πλανήτη, οι θνητοί, ευχόμαστε ο ένας στον άλλον καλό μήνα… Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;

Καλό μήνα λοιπόν σε όλους σας-μας

Γαβριήλ

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2007

Συμπλήρωμα του παρακάτω:

-Σου ζητώ αυτό που περισσεύει.
Της μοναξιάς μου τη συμπόνια.

Δυο αναπνοές.
Λέξεις σου παλιές...

κάτι να μη θες...

Κι άντε μετά ν’ αντισταθείς...


Mithymnaios

Απόσπασμα

Την κάθε μια που έκανε παρέα,
ρωτούσε αν ήτανε καινούρια στο κλαρί,
ελπίζοντας να βρει
της μοναξιάς του τη συμπόνια.
---"Μάνα φτωχή" του έλεγε αυτή
και άνδρα εκμεταλλευτή...


Γαβριήλ

Για ένα πιο ανθρώπινο θέμα...

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2007

Λόγου χάριν,

Οι πνευματικοί άνθρωποι, σαν ευαίσθητοι δέκτες όλων αυτών των αναμοχλεύσεων που συντελούνται γύρω μας, θα έπρεπε να βρουν τον τρόπο να διαφωτίσουν με τα πνευματικά τους δημιουργήματα, το φωτεινό εκείνο μονοπάτι, που θα μας βγάλει από το αδιέξοδο, και θα διανοίξει τη λεωφόρο της πραγματικής λύτρωσης απ’ όλα τα ανθρώπινα πάθη που φωλιάζουν στα απόκρυφα βάθη της ψυχής μας. Όπως οι βουβές πικρίες και οι αβάσταχτοι στεναγμοί, οι αμίλητες χαρές και οι άφωνες λύπες, αλλά κι ο εγωισμός που μας συγκλονίζει και μας βάζει σε ανίερες κι αχρείαστες δοκιμασίες.

Mithymnaios


Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2007

πρώτη ταχύτητα...

Περπατάω στους δρόμους μίας αποπνικτικής πόλης
Μιας πόλης τσουπωμένης με ιδρωμένα σώματα
πάνω στην αχνιστή άσφαλτο
Κλουβιά, το ’να πάνω στ 'άλλο, τα σπίτια
Δράκοι τα μπετά.....
Σίδερα κομπρεσέρ και ανάσες πού πέφτουν
νεκρές από το βάρος της κοινοχρησίας.
*
Κι όπως, μετά δυσκολίας, προχωρώ βλέπω
εκεί ψηλά, ανάμεσα στις τσιμεντένιες σκεπές,
μία πράσινη ταμπέλα με φόντο τον ουρανό
Και η φαντασία μου, για να δώσει μι' ανάσα
στην ψυχή, κάνει την ταμπέλα καταπράσινη πλαγιά.
Ως πού μια....κόρνα, ένα σπρώξιμο με φέρνει πίσω.
*
Άραγε, πόσο να ’χουμε περάσει τα όρια
Του συναγερμού για να καταφεύγει
η φαντασία σε υπογλώσσια προσωρινότητας;
Πόσο μας απομακρύνει η κάθε επιστροφή
από την αντιμετώπιση της τραγικότητας;
Σπύρος Δαρσινός

Καμιά Αμφιβολία...

Δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία...
η ζωή είναι αλλαγή και ελευθερία...
Αν το θέλω τραγουδώ για το φεγγάρι...
ή σωπαίνω κι η στιγμή μου όπου με πάρει...

Δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία...
η ζωή ποτέ δεν θα ’ναι μια ευθεία...
Χθες έβρεχε ο ουρανός κι απόψε έξω χιονίζει...
και αύριο ο ήλιος θα ξεπεταχτεί κι άνοιξη θα μοσχομυρίσει...

Δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία...
ούτε η λύπη ούτε η χαρά είναι μόνιμη ιστορία...
Σήμερα πικρό κι ακράτητο ίσως το δάκρυ τρέχει...
κι αύριο θ’ αναρωτιέται η καρδιά ποια θλίψη μέσα έχει...

Δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία...
ούτε και χρειάζομαι εξηγήσεις και αίτια...
Χτες πίστευα απόλυτα πως σ’ αγαπώ...
μα σήμερα πριν ξημερώσει... άλλαξε απρόσμενα κι αυτό!...


Στέλλα Ζαμπούρου Φόλλεντερ

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2007

η μηχανή μου

ακούστε, ακούστε
φοράω δερμάτινες μπότες ως το γόνατο
Χοντρό δερμάτινο παντελόνι
Δερμάτινο μπουφάν με φερμουάρ κλειστό
ως το σαγόνι μου
Υπερισχυμένο κράνος μέχρι το στήθος μου
Κι' έχω και μια μηχανή χιλιάδων ίππων
πού την λένε ΕΠΟΧΗ
Και τρέχω τρέχω με χιλιάδες χιλιόμετρα την ώρα
Τρέχω αντίθετα από την φόρα του φωτός
Δεν νιώθω τίποτα
Δεν ακούω τίποτα
Παρά μόνο την ταχύτητα του θανάτου


Τώρα αρχίζω ΝΑ φοβάμαι
Δεν μπορώ νά σταματήσω
Δεν μπορώ νά ελέγξω την μηχανή μου
Δεν μπορώ ΝΑ ελαττώσω ταχύτητα
Το πόδι μου μούδιασε, κόλλησε στο γκάζι
Σταματήστε με. Σταματήστε με...
Δεν βλέπετε;
Θα εκτιναχτώ θα εκτιναχτώ πάνω στη αρχή του φωτός
Θα γλιστρήσω στο αίμα πού σκόρπισε η μηχανή μου
Βοήθεια βοήθεια ποιητές
Κάντε κάτι ποιητές
Τρυπήστε το κράνος μου με στίχουςαιχμηρούς
Τρυπήστε το μπουφάν μου στο μέροςτης καρδιάς μου
Τρυπήστε τις αισθήσεις μου
ΝΑ πονέσω
Νά κλάψω
Ν' ακούσω
Νά αισθανθώ
ΝΑ σταματήσω
Νά μετανιώσω
Νά νιώσω
Νά νιώσωωωωωωωωωωωωωωωωωω
Σπύρος Δαρσινός

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2007

Ποιος Φταιει;

Έτσι για να αλλάζει και το κλίμα της συζήτησης

…Μπήκαμε με ευλάβεια στην εκκλησία, βρέξαμε τα δάχτυλά μας σε μια γούρνα με νερό, που ήταν στα δεξιά μας, κάναμε το σημείο του σταυρού, προχωρήσαμε και καθίσαμε στα στασίδια, στο τέλος της λειτουργίας το κορίτσι μου, (πιτσιρίκοι και οι δυο μας) κόρη του διευθυντή των εργατών του λιμανιού περήφανη για τη γνωριμία της, θέλησε να με συστήσει στην άρχουσα τάξη της πολιτειούλας αρχίζοντας από τον εφημέριο.
Ω! μα αυτός είναι σχισματικός, ξεφώνησε ο ιερέας.
Η σκηνή σε ένα μικρό λιμάνι της Νότιας Κούβας πριν πολλά, πολλά χρόνια.
Η Αμέλια πάγωσε, με ρώτησε να μάθει, τι αρρώστια είναι αυτή…


Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Νέα Υόρκη

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2007

Οχι Θλίψη, αλλά κατανόηση, αδελφοσύνη...

Λαβαίνοντας αφορμή από την επιστολή "Ω Θλίψη..." του φίλου Στράτου,

Αγαπητοί μου φίλοι σπαρμένοι στην παγκοσμιότητα των αντιλάλων της φωνής μας ένας αντίλαλος μιας φωνής που γυρίζω πίσω σε εμάς, είναι η ηχώ του ίδιου του εαυτού μας.
Μια παροιμία ισπανική λέει, Genio y figura hasta la sepultura. Που εννοεί: Ο χαρακτήρας σου (ευφυΐα σου) και η μορφή σου θα σε ακολουθούν έως το τάφο.
Με αυτό θέλω να τονίσω την διαφορετικότητα του χαρακτήρα κάθε ενός μας, κι ας έχουμε γεννηθεί στο ίδιο κράτος, το περιβάλλον όπου μεγαλώσαμε, οι συνθήκες συμβάλουν κατά ένα μικρό ποσοστό στην διαφοροποίηση του χαρακτήρα μας, αλλά πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο άνθρωπος γεννιέται δεν αλλάζει.
Ξεκινώντας από αυτό θέλω να τονίσω πρώτα απ’ όλα την ανθρώπινη ισότητα που πολλοί δεν παραδέχονται, μετά πρέπει να υπάρχει ένας σεβασμός στις σκέψεις του κάθε ενός μας. Φυσικό είναι ότι δεν μπορεί ποτέ να συμφωνούμε σε όλα, αλά αυτό είναι ανθρώπινο.
Πολλές φορές ψάχνουμε να βρούμε την ταυτότητά μας, ποιοι είμαστε, που βαδίζουμε;
Ποια τα σημάδια του περιβάλλοντος που μεγαλώσαμε;
Παίρνω ως παράδειγμα τον εαυτόν μου και συνοψίζω τη ζωή μου στις ακόλουθες λίγες γραμμές.
Είμαι αυτός που είμαι, είμαι αυτός που γαλουχήθηκε με την παγκόσμια αρμύρα της θάλασσας, αυτός που μεγάλωσε αγκαλιά με εκατοντάδες γυναίκες του λιμανιού, αυτός που βρήκε το βασίλειο του παραδείσου σε καταπράσινη μοναχική ζούγκλα, αυτός που τα σοκάκια της Νέας Υόρκης του προσέφεραν την άσχημη ζωή του πάντα ύποπτου εργένη, που έφθασε μέχρι να φυλακιστεί, απόρροια όλων αυτών είναι ο εαυτός μου να συμπεριφέρεται όπως αισθάνεται, σ’ ένα παγκόσμιο πνεύμα αδελφοσύνης, χωρίς να νοιάζεται τι θα πει ο διπλανός του, σεβόμενος όμως τις γνώμες των άλλων.
Υπάρχει χώρος για όλους μας, η ζωή μας είναι σα μια κουκκίδα άμμου που ύπαρξη της είναι μια στιγμιαία αναλαμπή στο διάβα του χρόνου, πριν χαθεί στο άπειρον.
Αλλά κατά βάθος -εδώ επαληθεύεται η Ισπανική παροιμία- είμαι όπως γεννήθηκα, Έλληνας!

Σας χαιρετώ
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2007

Ω θλίψη...

Φαντάστηκα ότι τούτο το στέκι, μας χρειαζόταν γι’ αυτό και το έφτιαξα με μεράκι (κι ας μην είχα τις τεχνικές γνώσεις, ήταν εύκολο όμως...). Το έκανα δροσερό, με το δικό μας γαλάζιο χρώμα, κάτι να μας θυμίζει, όμορφο, με τα φτιασίδια του (έτσι μου φαινόταν). Και...

Πίστεψα ότι θα γινόταν σιγά σιγά τόπος συνάντησης της παρέας μας, θα μαθαίναμε τα νέα σας και θα μαθαίνατε τα νέα μας.
Πίστεψα ότι εκεί θα ακουμπούσαμε τις σκέψεις, τις ανησυχίες, τις έγνοιες μας, τις χαρές και τις λύπες μας, τα μαστορέματά μας, τις απόψεις μας (κι ας ήταν πολλές φορές διαφορετικές. Τι πειράζει...). Ακόμα και τα λάθη μας, τις εμμονές, τα κουσούρια μας (γιατί όχι), τις γκρίνιες και τους ενθουσιασμούς μας... όλ’ αυτά.
Πίστεψα ότι αφού νοιαζόμασταν για τα ίδια πράγματα, μιλούσαμε την ίδια γλώσσα θα φέρναμε κι άλλους -λίγους ή πολλούς, δεν είχε σημασία- που θα μοιραζόμασταν, εκτός από τα διάφορα δικά μας, κάτι από τον πολιτισμό που κληρονομήσαμε ή κάτι απ’ αυτά που φτιάχνει ο καθένας μας: τα χειροποίητα... κι έτσι θα τα προσφέραμε σαν κάλεσμα, σαν το λικεράκι μιας επίσκεψης.
Πίστεψα ότι θα υπήρχε ο λόγος αλλά κι ο αντίλογος (απ’ τα coments, τι πιο δημοκρατικό) οι διαφωνίες μας και οι (κόσμιοι) τσακωμοί μας. Άνθρωποι είμαστε...
Πίστεψα ότι θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε κι αυτή την ελευθερία, που πολλές φορές μας «κουμπώνει», να λέμε τα πράγματα όπως τα εννοούμε, δίχως φόβο και πάθος.
Τα πίστεψα όλα αυτά. Αλλά...

Αλλά διαπίστωσα όμως, με πολλή θλίψη, ότι (δυστυχώς) δεν τράβηξε, δεν άρεσε, ίσως. Δεν μπορέσαμε τελικά να αναπτύξουμε, εκεί μέσα, το κλίμα της παρέας που επιδίωξα. Κι αυτό άρχισε να ξεφτίζει... τόσο γρήγορα.
Καταλαβαίνω (μην νομίζετε) ότι μερικοί δεν τα κατάφεραν (οι οδηγίες εδώθηκαν). Άλλωστε εγώ προσφέρθηκα να βοηθήσω. Άλλοι προσπάθησαν, δεν λέω (κι αυτό έχει αξία), άλλοι συνεχίζουν (κι αυτό το εκτιμώ και το ξέρουν), άλλοι πάλι σαν να μην το αγάπησαν (κι αυτό δεν το καταλαβαίνω). Όπως δεν καταλαβαίνω το γιατί δεν κάναμε προσπάθειες να το γνωρίσουν κι άλλοι τούτο το ιστολόγιο. Δεν το συστήσαμε σε φίλους και γνωστούς για να έχουμε μια επισκεψημότητα που θα μας έδινε φτερά. Γιατί άραγε; Δεν άξιζε;

Σκέφτηκα πολύ για να γράψω τούτο ’δω, αλλά επειδή έχω μάθει να λέω ελεύθερα αυτό που αισθάνομαι κι αυτό, πιστέψτε με, αισθάνομαι τούτη την στιγμή. Θέλησα, χωρίς να χαϊδεύω αυτιά ή να σκέπτομαι τις επιπτώσεις της επόμενης μέρας, να τα γράψω.
Αυτό που «εκπέμπω», αυτό είμαι και... συγχωρέστε με. (Ας συνεχίσουμε με τα ε-μάιλ μας)._

Υ.Γ. «Μέρες καλύτερες θα 'ρθουν, το λέει το ένστικτό μου, / αυτό το κάτι μέσα μου, το εντελώς δικό μου.
Κι αυτοί που μας πληγώσανε, καθώς το φως τελειώνει, / αισθάνονται την μοναξιά που Έλληνες ενώνει».

Mithymnaios

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2007

Π ο λ ι τ ι σ μ ό ς

Οι Εκθέσεις Τύπου και βιβλίου του «Αριστοτέλειου Ιδρύματος»και οι Έλληνες Συγγραφείς της Διασποράς
Γράφει ο Πολίτης-Συγγραφέας, Βάιος Φασούλας

Αναμφίβολα αποτελεί πλέον πνευματικό σημείο αναφοράς για τον 21ο αιώνα το «ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ, ΜΕΛΕΤΗΣ & ΑΡΩΓΗΣ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ» για τις επιτυχημένες Εκθέσεις Ομογενειακού Τύπου και Βιβλίου, που επίμονα και επίπονα πραγματοποιεί σε φιλόξενους χώρους (Κύπρο, Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, Γιοχάνεσμπουργκ, Ζάππειο Μέγαρο, και αυτές τις μέρες (07-28 Φεβρουαρίου 2007) πραγματοποιεί την 5η Έκθεση Ομογενειακού Τύπου και Βιβλίου στην Αθήνα, στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων «Μελίνα».
Για δεύτερη φορά δίνεται η δυνατότητα στο Αθηναϊκό κοινό να γνωρίσει από κοντά το έργο των Αποδήμων υπηρετών του λόγου, όπου η παρουσίαση εντύπων και βιβλίων δίνει μια ξεχωριστή διάσταση τόσο από την παρουσία του πνευματικού έργου όσο και από τους επισκέπτες που έχουν ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Εκατοντάδες έντυπα, εφημερίδες, περιοδικά και ένας μεγάλος αριθμός βιβλίων Ομογενών συγγραφέων και λογοτεχνών από κάθε γωνιά του Πλανήτη αποτελούν το από κάθε άποψη πλούσιο πνευματικό «μενού» του «Αριστοτέλειου Ιδρύματος».
Η 5η Έκθεση Ομογενειακού Τύπου και Βιβλίου πραγματοποιείται με τη Συνεργασία του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων και της Πρεσβείας της Κύπρου στην Αθήνα και τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Χαρακτηριστικό της 5ης Έκθεσης αποτέλεσε η βράβευση δημοσιογράφων και συγγραφέων για το πολύτιμο δημοσιογραφικό και συγγραφικό τους έργο στον Ελληνισμό της διασποράς, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά την τελετή των εγκαινίων και τις τιμητικές πλακέτες απένειμαν ο εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας Πρέσβης στην Αθήνα κ. Γιώργος Γιωργή και ο νέος Πρόεδρος του Απόδημου Ελληνισμού κ. Στέφανος Ταμβάκης.
Είναι πλέον παραπάνω από βέβαιο ότι προσπάθεια και σκοπός του «Αριστοτέλειου Ιδρύματος» είναι: «να παρουσιάσει το υψίστης εθνικής σημασίας έργο που επιτελεί ο Ομογενειακός Τύπος. Να κάνει γνωστή αυτή την μερίδα των ανθρώπων που με «αίμα καρδιάς» κρατούν την κοινωνία των αποδήμων, διατηρούν ζωντανή την Ελληνική γλώσσα, τις παραδόσεις, που μάχονται καθημερινά αρθρώνοντας τον δικό τους ιδιαίτερο Ελληνικό λόγο, ένα έργο που για πολλούς, δυστυχώς, παραμένει άγνωστο», τονίζει σε ανακοίνωσή του.
Επίσης ένα άλλο αξιόλογο χαρακτηριστικό είναι ότι «Αριστοτέλειο Ίδρυμα» κάνει ακόμα ένα βήμα πιο πέρα, όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του: «Το Αριστοτέλειο Ίδρυμα έχει βραβεύσει και άλλους αξιόλογους δημοσιογράφους και Συγγραφείς που με το έργο τους τιμούν τον Ελληνισμό της διασποράς, και στόχος του είναι να θεσμοθετήσει και ειδικά χρηματικά βραβεία για εκείνους τους Δημοσιογράφους που με το έργο τους προβάλλουν την Κύπρο και την Ελλάδα στις χώρες εγκατάστασής τους.
Όσον αφορά τους Συγγραφείς της Ελληνικής διασποράς το Ίδρυμα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προβολή του πνευματικού τους έργου, μέσα από την Έκθεση Ομογενειακού Τύπου και Βιβλίου, η οποία έχει προσφέρει πραγματική στέγη στην παραγωγή του πνευματικού τους έργου».
Αναφέραμε όλα αυτά για να τονίσουμε τη σημασία αυτής της προσπάθειας, προσπάθεια που όφειλε και οφείλει να την αναλάβει τόσο η Μητρόπολη -μητέρα Ελλάδα όσο και το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ) και να έρθουν αρωγοί και συμπαραστάτες στο «Αριστοτέλειο Ίδρυμα», τον μοναδικό φορέα που έχει την ευαισθησία να προβάλει το δημοσιογραφικό και πνευματικό έργο του Ελληνισμού της διασποράς. Να έρθουν συμπαραστάτες με έργα και όχι με λόγια σε αυτό το υψίστης εθνικής σημασίας έργο του «Αριστοτέλειου Ιδρύματος».
Τέλος δεν μπορούμε να μην εκφράσουμε την εντονότατη πικρία μας και απογοήτευση που σε αυτή την λαμπρή εκδήλωση έλαμψε με την απουσία της η Ελληνική Πολιτεία και ιδιαίτερα ο αρμόδιος για τον Απόδημο Ελληνισμό Υφυπουργός κ. Θεοδ. Κασσίμης, ο οποίος, παλιότερα άσκησε καθήκοντα δημοσιογραφίας και όφειλε να είναι από τους πρώτους. Ένα μεγάλο λάθος που του το έχουμε χρεώσει.

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2007

Συνύπαρξη

Ειρηνική συνύπαρξη μελών μας.

Στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας υπάρχει ένα άγαλμα με τα σωθικά του κατασπαραγμένα, τα χέρια του ανοικτά προς τον ουρανό σα να κραυγάζει για συμπόνια, οίκτο, σεβασμό, κατανόηση, στην ανθρώπινη διαφορετικότητα.
Είναι ένα άγαλμα μνημείο διαμαρτυρίας εναντίων του πολέμου, της ναζιστικής θηριωδίας…

Πολύ εντυπωσιακό, πιτσιρικάς περπατούσα στο κέντρο, της πόλης σταμάτησα και ρώτησα .

Σήμερα δεν χτίζουμε πια μνημεία, αλλά τα ρυάκια ρυτίδων αυλακώνουν τη σάρκα, νιφάδες χιονιού σκεπάζουν τα μαλλιά, αθάνατες οι μνήμες ξαναζούν, οι σκέψεις εξακολουθούν να σέβονται την ανθρώπινη διαφορετικότητα, τις διαφορετικές απόψεις, σε μια ιδεαλιστική κοινωνία της Ε Ε Λ Σ Π Η.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Νέα Υόρκη

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2007

5η Έκθεση «Ομογενειακού Τύπου & Βιβλίου»









5η Έκθεση «Ομογενειακού Τύπου & Βιβλίου»
Αριστοτέλειο Ίδρυμα Έρευνας Μελέτης & Αρωγής
Ομογενειακών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης

Το Αριστοτέλειο Ίδρυμα μέσα από την κατά γενική ομολογία πετυχημένη Έκθεση «Ομογενειακού Τύπου & Βιβλίου» επιχειρεί να παρουσιάσει το υψίστης εθνικής σημασίας έργο που επιτελεί ο Ομογενειακός Τύπος. Να κάνει γνωστή αυτή την μερίδα των ανθρώπων που με «αίμα καρδιάς» κρατούν την κοινωνία των αποδήμων, διατηρούν ζωντανή την Ελληνική γλώσσα, τις παραδόσεις, που μάχονται καθημερινά αρθρώνοντας τον δικό τους ιδιαίτερο Ελληνικό λόγο, ένα έργο που για πολλούς, δυστυχώς, παραμένει άγνωστο.
Παράλληλα, να δοθεί η δυνατότητα στο Ελλαδικό κοινό να γνωρίσει την δύναμη με την οποία συμπαραστάθηκε ο Κυπριακός Τύπος, και κατ’ επέκταση ο Ελληνισμός της Μεγαλονήσου στην Ελλάδα, στα δύσκολα για το έθνος χρόνια.
Εξέχουσα θέση στην Έκθεση θα έχει και η πνευματική παραγωγή (Βιβλία) του Ελληνισμού της διασποράς, ΕΕΛΣΠΗ (Ένωση Ελλήνων Συγγραφέων Λογοτεχνών Πέντε Ηπείρων) καθώς και των Κυπρίων συγγραφέων και λογοτεχνών.
Με την ευκαιρία της 5ης Έκθεσης στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων «Μελίνα», βραβεύθηκαν για το έργο τους και την προσφορά τους στον Ελληνισμό της Διασποράς οι: Νώε Παρλαβάντζας, δημοσιογράφος, συνεργάτης της ΕΡΑ, (επίτιμο μέλος της ΕΕΛΣΠΗ). Ηλίας Ηλιόπουλος, δημοσιογράφος ιδιοκτήτης και Διευθυντής του Ομογενειακού Πρακτορείου Ειδήσεων Ελλάδος. Χρήστος Αγγελής, Εκδότης της Ομογενειακής Επιθεωρήσεως ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ magazine (μέλος της ΕΕΛΣΠΗ). Φώτης Χαραλαμπίδης, Ανταποκριτής της Εφημερίδος «Ελευθερία» του Λονδίνου. Παντελής Ξανθίδης, δημοσιογράφος αρχισυντάκτης αθηναϊκής Εφημερίδος, (εκπρόσωπος της ΕΕΛΣΠΗ για την Ελλάδα). Στράτος Δουκάκης, δημοσιογράφος-συγγραφέας (μέλος ΔΣ της ΕΕΛΣΠΗ). Άσπα Παπακωνσταντίνου, Ελληνοαμερικανίδα ποιήτρια, (μέλος της ΕΕΛΣΠΗ). Ελένη Κατσουλάκη, Ελληνοαμερικανίδα συγγραφέας-ερευνήτρια, (μέλος της ΕΕΛΣΠΗ).
Η Ένωση Ελλήνων Συγγραφέων Λογοτεχνών Πέντε Ηπείρων-ΕΕΛΣΠΗ εύχεται στο «Αριστοτέλειο Ίδρυμα Έρευνας Μελέτης & Αρωγής Ομογενειακών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης» καλή επιτυχία στην 5η Έκθεση Τύπου και Βιβλίου και θερμά συγχαρητήρια στους συνεργάτες του «Αριστοτέλειου Ιδρύματος» για την επίπονη και επίμονη προσπάθεια να δείξουν στον Κόσμο το πνευματικό φως της Ομογένειας!
Επίσης θερμά συγχαρητήρια στο «Αριστοτέλειο Ίδρυμα» για την ομαδική βράβευση στους ανθρώπους του πνεύματος, πολλών εξ αυτών μελών της ΕΕΛΣΠΗ

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2007

H ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Και κάτι άλλο, έτσι για να σπάει η μονοτονία...
Με μεγάλη εκτίμηση

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Κοίτα με καλά κυρ αστυνόμε μου; Μοιάζω εγώ για δολοφόνος και με ρωτάς γιατί έκλεισα το μπακάλικό μου, σαν απόδειξη ενοχής μου; Είμαι ένας απλός φιλήσυχος πολίτης. Έχω περάσει εδώ στη χώρα της αιωνίας Άνοιξης, στη χώρα των Μάγια, ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου, τη θεωρώ ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Όταν μπήκε μέσα ο νεαρός, μου έριξε μια ματιά που πάγωσα. Τα φρύδια του πυκνά σκέπαζαν δυο μάτια που γυάλιζαν, μαλλιά μαύρα σγουρά, έμοιαζαν σαν προβιά από την απλυσιά. Τα χείλη του κοκκινοκαφετιά πρησμένα, απ τις άκρες τους κυλούσε ένα ρυάκι αφρού, λες και είχε λύσσα. Φορούσε ένα πουκάμισο πράσινο με ρίγες μαύρες, «Θεέ μου τι άσχημο χρώμα σκέφτηκα» ήταν κουμπωμένο μόνο με το κάτω κουμπί και είχε το χέρι του περασμένο μέσα απ’ το άνοιγμα σα να κρατούσε πιστόλι.
“Τα λεφτά σου, μου σφύριξε.”
Ενστικτωδώς έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, να πιάσω το σουγιά μου. Ήταν μια αυθόρμητη κίνηση.
“Τι λεφτά αφού δεν έχω.”
Πριν προλάβω να συνεχίσω άρπαξε απ’ τον πάγκο ένα πανέρι γεμάτο αυγά και το έβαλε στα πόδια.
Πως είπες κυρ αστυνόμε μου, δεν σε ενδιαφέρουν όλα αυτά; Αλλά σου τα λέω διότι θέλω να με καταλάβεις.
Μα όχι κυρ αστυνόμε μου, δεν έχω ανακατευτεί ποτέ στην πολιτική, ούτε έχω φίλους δικαστές.
Το επάγγελμά μου ναυτικός, τώρα το πως βρέθηκα εδώ με μπακάλικο; Ε! αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Έχεις ακούσει καμιά φορά για τον Οδυσσέα;
«Μα ναι, το έχω διαβάσει στα κόμικς.»
«Ε! λοιπόν, εγώ εδώ βρήκα την Καλυψώ.»
«Εννοείς τη μάγισσα;»
«Έ, όχι κυρ αστυνόμε μου, εννοώ μια γυναίκα.»
Με κοίταξε παράξενα, ήταν φανερό ότι δεν με πίστευε.

Κυρ αστυνόμε μου, από μικρός πάντοτε κουβαλούσα μαζί μου ένα σουγιά, είναι μια συνήθεια που φέρνω μαζί μου απ’ το μέρος που γεννήθηκα. Πάντοτε είχα την λάμα του ανοιχτή και κρυμμένη κάτω απ’ το μανίκι του πουκαμίσου στον καρπό του χεριού. Ήταν ένα είδος ασφάλειας του ατόμου μου στις κακόφημες συνοικίες των λιμανιών, στις αρπαχτικές διαθέσεις των σειρήνων, απ’ τους ποδηλάτες του Κίνγκστον, ένα ψυχολογικό αντιστάθμισμα της ύπαρξής μου.
Λοιπόν όπως σου έλεγα κυνήγησα τον κλέφτη, τον πρόφτασα στην στροφή του δρόμου, είχε βάλει το πανέρι με τ’ αβγά στο κεφάλι του και προχωρούσε γρήγορα, δεν έτρεχε για να μη δώσει υποψία.
Χωρίς μιλιά του κατάφερα μια μαχαιριά στον πισινό, σα μια γρατσουνιά, όχι για να τον σκοτώσω αλλά για να μου δώσει το πανέρι. Αυτή την στιγμή είδα τον εαυτόν μου μικρό παιδί να προχωρεί στα λασπωμένα καλντερίμια των λιμανιών, γυναίκες της νύχτας να με φωνάζουν από δεξιά, από αριστερά σαν αρπακτικά όρνεα κι εγώ να προχωρώ με τον σουγιά ανοικτό κρυμμένο στην τσέπη.
Πως είπες κυρ αστυνόμε μου ξέφυγα απ το θέμα;
Μα θέλω να σου δώσω να καταλάβεις ότι ο σουγιάς είναι για μένα ένα φυλακτό, κάτι σαν εικόνισμα, τον κουβαλάω απ’ τη μέρα που γεννήθηκα, είναι το μέρος μου, το χωριό μου, τα Μαρκάτα, η Κεφαλονιά μου, η πίστη μου, κάτι τι δικό μου που με προστατεύει, στη αρχή όταν ήμουν μικρός είχα έναν άγαρμπο σουγιά Κολοκοτρώνη, μετά ένα ποιον λεπτό το λεπενάρι, και τώρα έχω Ελβετικό με πολλές λάμες.
Δεν είμαι εκ προμελέτης φονιάς που θέλετε να με παρουσιάσετε.
«Άντε τελείωνε, μετά τι έγινε;»
Τελειώνω κυρ αστυνόμε μου, τελειώνω.
Ο κλέφτης έβγαλε μια φωνή ωχ! Γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε έκπληκτος, είναι δικά μου είπα ξανασήκωσα το σουγιά, άφησε το πανέρι κάτω κι άρχισε να τρέχει, γέμισα τα χέρια μου σπασμένα αυγά, τα πήρα έτρεξα προς το μαγαζί.
«Φτάνει μέχρι εδώ, με ζάλισες, δεν μου λες από ποιο μέρος είσαι;»
Μα από την Πύλαρο, κυρ αστυνόμε μου, από την Πύλαρο.


Copyright@ February 2007 by: Γαβριήλ Παναγιωσούλης
New York

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2007

Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ

Αγαπητοί φίλοι, για να σπάσει η μονοτονία των ποιημάτων έγραψα κι ένα πεζό, με Κεφαλλονίτικους ιδιωματισμούς, έτσι για την γνησιότητα του κειμένου!!!!!!!!!
1) πικιόνι= κύπελο
2) φίσουνας=χαρταετός
3) πορτόνι= πόρτα αυλής
4) καραμπάνα= παιχνίδι με ενα πόδι, κουτσό
5) βίσαλο= κομμάτι κεραμίδι...

Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Νέα Υόρκη

Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ

Μαλλί μακρύ, μαύρο, αχτένιστο, ίσιο λιγδερό που έφτανε μέχρι τους ώμους, γυάλιζε από τη λαδιά της απλυσιάς, ένα σακάκι άχρωμο, φαινόταν καφετί, κάτι σαν λασπόχρωμα, από την πολυκαιρία η φόδρα είχε ξεφτίσει, το αεράκι φυσούσε και χάιδευε τα ξελουρίδια της φόδρας, που κρεμόταν, σα να ήταν τριζόνια φίσουνα που πετούσαμε με σπάγκο βενέτικο κερωμένο από κερί μέλισσας.
O γείτονας μου αδιαφορούσε για τα πάντα, υπήρχε μόνο γιατί γεννήθηκε.

Φορούσε το σακάκι μόνο απ’ το ένα χέρι, το άλλο μανίκι κρεμότανε σα να βάραινε και τραβούσε προς τα κάτω τη γυρτή του πλάτη, πρόσωπο ηλιοκαμένο, με αραιές τρίχες εδώ κι εκεί, στο χέρι που φορούσε το μανίκι κρατούσε ένα άδειο πικιόνι, με το άλλο χέρι χτύπησε το τσίγκινο πορτόνι της αυλής.
Εκείνη τη στιγμή χάραζα στο χώμα της αυλής μ’ ένα ξυλάκι το σχήμα μιας καραμπάνας, είχα βρει και αμάδα από βύσαλο, περίμενα τ’ αδέλφια μου να παίξουμε, όταν ακούστηκε χτύπημα στο πορτόνι.

Μικρό παιδάκι έτρεξα ν’ ανοίξω, μου πρόβαλε το πικιόνι, χωρίς μιλιά, μετά είπε
-Τσάι…
-Πήρα το πικιόνι κι έτρεξα στη μάνα μου
Του έκλεισα το πορτόνι, τον έκρυψα από τα μάτια μου, για να μην του πέσει και καμιά ψείρα. Έτσι είχα ακούσει απ’ τους μεγάλους, να λένε.
Όρθιος περίμενε απ’ έξω, δεν τόλμησε να μπει στην αυλή, μου φάνηκε σαν ένας ασκητής, αυτούς που σκοπό τους έχουν ν’ αγιάσουν, για να τους προσκυνούν οι άνθρωποι.
Η μάνα μου γέμισε το πικιόνι τσάι, του το έδωσα, δεν μίλησε.
Απελευθερωμένος απ’ την σκλαβιά της ύλης το πήρε και τράβηξε για τη φωλιά του, ένα πέτρινο πεζούλι στην αυλή του σπιτιού, κάτω από μια μισο-ξηραμένη περγουλιά εκεί που δεν έφτανε ο ίσκιος του κυπαρισσιού, όπου πάνω του λαλούσαν μόλις σουρούπωνε οι γκιώνηδες…
Δεν ξέρω αν έβλεπε ποτέ του όνειρα, μα αν έβλεπε πως θα ήταν;
Θα πρέπει τα όνειρα του νου του να ξέφευγαν απ’ τα όρια της Πυλάρου σ’ ένα παγκόσμιο φανταστικό κόσμο υπαρξισμού όπου θα συναντιόταν κάνοντας παρέα με τον Γάλλο συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ, ψάχνοντας να βρουν τον σκοπό της ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη γη.

* Copyright January 2007 by: Γαβριήλ Παναγιωσούλης