Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Αληθινέ κι' αγνέ γιε του Λαέρτη…

«Ξεκίνησες με μια βαλίτσα...
Σήκωσες την Ελλάδα στον ώμο σου ωσάν το Διγενή
και την σεργιάνισες στις πέντε Ηπείρους!
[…] Γιε του Λαέρτη, σε κάθε γωνιά της γης έκτισες την Ιθάκη σου»!


Χρόνια αγκυροβολημένος στο μακρινό και κρύο Καναδά εκείνος κι εγώ για χρόνια, πιο κάτω, πιο νότια, στη μακρινή αλλά ζεστή Βενεζουέλα. Εκείνος ένας ταξιδευτής-ανιχνευτής στα ατέλειωτα μονοπάτια του διαδικτύου κι εγώ άλλος ένας... από τα ίδια. Κάποια στιγμή κάπου αντάμωσαν οι δρόμοι μας. Και η φιλία μας ουσιαστικά ξεκίνησε δίχως να το καταλάβουμε, αν κι έχω την αίσθηση πως θα πρέπει να ήμασταν φίλοι πολύ καιρό πριν γνωριστούμε. Όχι γιατί είμαστε της ίδιας ηλικίας, είχαμε παρόμοιες ανησυχίες, βιώματα και… τραύματα αλλά γιατί, όντας ξενιτεμένοι κι οι δυο, ζούσαμε και βιώναμε πολλά κοινά, με τον ίδιο τρόπο. Τη νοσταλγία, τη χαρά, τη μοναξιά, τη λύπη, τους καημούς και τόσα άλλα… Αποδεχτήκαμε την τύχη ή την κατάρα –κι ας ακούγεται λίγο δυνατό– να ζούμε μακριά απ’ την αγαπημένη μας πατρίδα, δίχως όμως να έχουμε ποτέ ξεχάσει από πού προερχόμασταν και δίχως να έχουμε ποτέ αρνηθεί ότι πάντα ήμασταν δικά της κομμάτια.
Μπορεί ν' άργησαν να συναντηθούν οι δρόμοι μας, αλλά οι ψυχές μας, μέσα στο χρόνο,  αναγνώρισαν από την πρώτη στιγμή αυτή την οικειότητα που –πολλές φορές– σε κάνει να νιώθεις πράγματα χωρίς να χρειάζεται να πεις λέξη. Καμιά λογική, νομίζω δεν θα το εξηγήσει αυτό, δεν υπάρχει λόγος άλλωστε. Δεν το ψάχνεις και πολύ. Απλά ανοίγεις την αγκαλιά σου και αισθάνεσαι ευγνώμων που είναι φίλος σου. Ο Κώστας είναι ένας ωραίος φίλος!
Αν και η ιστοσελίδα του στάθηκε ο συνδετικός κρίκος, εμείς με τον καιρό χτίσαμε, στην απέραντη παραλία της ψυχής μας, ένα όμορφο κάστρο φιλίας και δεν μας πείραζε καθόλου –μα καθόλου πιστέψτε με– αν κάποιο απρόσμενο κύμα, κάποια στιγμή, το εξαφάνιζε. Και γιατί να μην το πω, ήρθαν πολλά αγριεμένα κύματα, αλλά δεν κατάφεραν να το ισοπεδώσουν! Αυτό, αναρωτιέμαι τώρα, είναι εξομολόγηση; Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ρόλο παίζουν τούτες οι εξομολογήσεις μιας και για το έργο του θέλησα να γράψω... αλλά ξεστράτισα. Τέτοια μας κάνει ο Κώστας. Τέτοιες αφορμές μας δίνει.
Σε εποχές φτωχής πνευματικότητας, όπου πολλά έχουμε αφήσει στο περιθώριο, είναι παρήγορο ότι υπάρχουν άνθρωποι που μοιράζονται ακούραστα, τα δικά τους πνευματικά ενδιαφέροντα, τις δικές τους βαθιές ανησυχίες με όσο γίνεται περισσότερους αποδέκτες. Αυτό κάνει ο φίλτατος Κώστας  με την υπέροχη και άψογη ιστοσελίδα του: «Η Χώρα των Θεών»!


Μ’ ένα δισάκι στον ώμο, φορτωμένο με τις αναμνήσεις, τις συγκινήσεις και τους καημούς της μικρής του πατρίδας, της ορεινής Αρκαδίας, ο Κώστας ξενιτεύτηκε στον Καναδά, σε δύσκολους καιρούς, όπου παρά τις όποιες δυσχέρειες παρέμεινε ένας αθεράπευτος νοσταλγός «των ανεπίστρεπτων και πληγωμένων ελπίδων». Κατόρθωσε, αυτός ο λεβέντης της διασποράς, να μείνει αλώβητος από την αδυσώπητη διαδρομή του χρόνου και την τυχόν αφομοίωση της ξενιτιάς. Παρέμεινε –και μπράβο του– άνθρωπος χαμηλών τόνων αλλά υψηλών πτήσεων ψυχής. Φτάνει, για να το επιβεβαιώσει κάποιος, να επισκεφτεί την ιστοσελίδα του, όπου ύστερα από επίμονες ανιχνεύσεις, συλλέγει, καταγράφει και αξιολογεί το έργο χιλιάδων Ελλήνων λογοτεχνών. Εκεί σ’ αυτή τη γωνιά αφήνει και τα δικά του σημάδια με το πολύτιμο έργο του: «Καπνόν Αποθρώσκοντα».
Γνωρίζω πολύ καλά, ότι τα πραγματικά άξια πράγματα ξέρουν από μόνα τους να υπερασπίζονται τον εαυτό τους. Αλλά να, χτες όλη μέρα τον σκεφτόμουνα…

Στράτος Δουκάκης
  

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Μονόγραμμα – Οδυσσέας Ελύτης

Αποδίδουν: Μίκης Θεοδωράκης – Ιουλίτα Ηλιοπούλου


Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια
για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη
Γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς


Μηθυμναίος

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Στο άλογό μου: Ν. Καββαδία


Το αφήγημα «Στο άλογό μου» γράφτηκε στο χωριό Κούδεσι το 1941 και πρωτοδημοσιεύτηκε στον στον τόμο «Το Θαύμα της Αλβανίας απ' τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας» του Ξένου Ξενίτα το 1945.

Στο άλογό μου
Το να γράψει κανείς σ' έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ' ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.

Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι' αυτό θα σου γράψω.

Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ' άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι... Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.

Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ' άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.

Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).

Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου 'δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ' άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να 'χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι...

Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ' άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από 'κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα 'χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν' αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να 'σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.

Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.

Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι...

Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.

Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.

Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!...

Κούδεσι, Μάρτης 1941

Σύνταξη/επιμέλεια: Κεφαλονίτικα Νέα
Πηγές: Εφημερίδα Αυγή, περιοδικό ως3, Νίκος Καββαδίας, Του πολέμου. Στο άλογό μου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1987, σ. 35-39

Απο τα Κεφαλονίτικα Νέα.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης







3