Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

Το Κεντρί

Απόσπασμα από ΤΟ ΚΕΝΤΡΙ
Σελίδα 104
…έβρεχε όταν οι κρατούμενοι πήραν το δρόμο της φυλακής, βάδιζαν στη γραμμή, ένας, ένας με τα μούτρα κατεβασμένα στην κόψη του δρόμου, δίπλα από τα παράλληλα βαλτώδη χαντάκια. Οι βάτραχοι είχαν αρχίζει να σκούζουν, το φως του ήλιου να χάνεται, τα κουνούπια είχαν κρυφτεί κάτω από τις φυλλωσιές των δένδρων. Τα μπαρ είχαν ανάψει τις φωτεινές επιγραφές, οι ναυτικοί έτρεχαν να ξεδιψάσουν και να βρουν γυναικείες αγκαλιές, τα κορίτσια έριχναν σπάταλα αρώματα στο κορμί τους, απαραίτητη προετοιμασία για τη νυχτερινή ζωή που μόλις άρχιζε. Η γραμμή των φυλακισμένων εξακολουθούσε να προχωρεί, τούτη τη φορά σε χωματόδρομο. Σε κάθε τους βήμα χωνόταν πιο πολύ στη λάσπη. Οι χωροφύλακες συνοδοί τους με την κάνη των όπλων τους να κρέμεται από τους ώμους τους προς τα κάτω ήταν σκεπασμένοι με κάπες νάιλον, όπως πάντα, ένας μπροστά ένας στη μέση κι ένας στο τέλος.
Η Αυγουστίνα και η Μαρίνα έριξαν πάνω τους κολόνιες, βάφτηκαν και ετοιμάστηκαν να πάνε για δουλειά. Δούλευαν στο μπαρ του Μέμε. Περπατούσαν αγκαλιασμένες σφιχτά κάτω από την μικρή ομπρέλα για να προφυλαχτούν απ’ τη βροχή. Καθώς προχωρούσαν συνάντησαν τη γραμμή των φυλακισμένων, βλαστήμησαν την τύχη τους, θα γινόταν μούσκεμα απ’ τη βροχή περιμένοντας να περάσουν. Οι δυο έλληνες βάδιζαν κι αυτοί ανάμεσα στους βρεμένους. Το χέρι της Μαρίνας έσφιξε το γυμνό μπράτσο της Αυγουστίνας, τα νύχια της μπήκαν μέσα στη σάρκα της. Με πονάς γιατί με σφίγγεις;
Μα που έχεις τα μάτια σου δεν βλέπεις;
Τι να δω εκτός από κατάδικους κλέφτες που περνάν από μπροστά μας. Και θα βραχούμε μέχρι να περάσει αυτή η καταραμένη γραμμή.
Για κοίτα καλύτερα ανάμεσά τους είναι δυο έλληνες ναυτικοί, γνωστοί μας πελάτες του μπαρ, είπε η Μαρίνα. Πλησίασαν και οι δυο σαν ένα σώμα τον μεσαίο χωροφύλακα. Θέλουμε να μιλήσουμε σε αυτούς τους δυο κατάδικους.
Απαγορεύεται.
Μπορούμε να τους δώσουμε τουλάχιστον τσιγάρα;
Θα τα δώσετε πρώτα σε εμάς κι εμείς θα τους τα δώσουμε και μην ξεχνάτε και το μερτικό μας.
Έτρεξαν τα κορίτσια πήγαν σε μπακαλικάκι αγόρασαν τσιγάρα, σόδες, αγόρασαν και για τους χωροφύλακες, έτρεξαν πίσω, τα παράδωσαν στους φύλακες, αυτοί τους χτύπησαν στην πλάτη, τους έδειξαν τα κορίτσια που τους κοίταζαν σαν άγαλμα κάτω από την ομπρέλα και τους έδωσαν τα τσιγάρα τυλιγμένα σε νάιλον σακουλίτσα για να μην βραχούν.
Ξαφνιάστηκαν έγνεψαν ότι τις αναγνώρισαν, έσκυψαν το κεφάλι προχωρώντας σα μερμήγκια στο λασπωμένο δρόμο προς τη φυλακή… όπου στην είσοδο πάνω στον τοίχο ήταν γραμμένα με σκαλιστά γράμματα:
«Στην φυλακή δεν υπάρχει τίποτα κακό. Όλα είναι χειρότερα.»
Τα κορίτσια αποσβολωμένα τους έγνεψαν ένα τελευταίο αντίο, πριν πάρουν δρόμο να γλεντήσουν σε αγκαλιές ναυτικών που περίμεναν στο μπαρ του Μέμε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2007

Ο περαστικός Θεός.

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ

Τ’ αστέρια πέφτουνε στη Γη
σαν κέρινες φλογίτσες,
είναι οι ψυχές του ουρανού,
που πλέουνε στον ποταμό το Γάγγη.
*
Χέρια κοκαλιάρικα μ’ αγγίζουν,
λερές παλάμες απλωμένες,
σπαρακτικές φωνές.
«Θεέ μου! Δώσε μας μπαξίσι.»
*
Θεός, ελπίδα των φτωχών,
στα μάτια τους είμαι κι εγώ,
ένας περαστικός Θεός,
αφού είμαι ένας ναυτικός.


Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2007

Απόσπασμα από το βιλίο μου ο Αστροναύτης...

Η ΜΑΝΑ
Ένας πιτσιρικάς ξανθός, λούστρος, γιος γυναίκας του λιμανιού και σκανδιναβού ναυτικού, παιδάκι της πιάτσας (σα των σημερινών φαναριών) άνοιξε την πόρτα του ταξί μου, μπήκε και στρογγυλοκάθισε δίπλα μου, πάμε είπε απλά υπάρχει αγώι.
…Οδήγησα τη μάνα του παιδιού στο σπίτι του γιατρού, σε μια συνοικία που μένουν οι έχοντες και κατέχοντες. Η μάνα χτύπησε την πόρτα, μετά άρχισε να φωνάζει γιατρέ, έ γιατρέεεε, Η υπηρέτρια χολωμένη που της χάλασαν την ησυχία βγήκε στο μπαλκόνι και είπε. Τι φωνάζεις δεν βλέπεις ότι δεν είναι κανένας μέσα, πάει για ψάρεμα, άντε φύγε από εδώ μεσημεριάτικα, κι έκλεισε την πόρτα με τέτοια δύναμη ώστε ακούστηκε σαν πιστολιά. Η μάνα τρόμαξε νόμισε ότι της έριξαν, έπεσαι καταγής να προφυλαχθεί, πάντοτε φοβόταν τις συνοικίες των πλούσιων… Ξανά στο νοσοκομείο χτυπά να της ανοίξουν, στην είσοδο, μια καλόγρια με πεταλούδας σχήματος καπέλο της λέει, δεν είναι ανάγκη για γιατρό το παιδί σου πέθανε. Το έχουν βάλει στο Ανφιτεάτρο στο διπλανό κτίριο, θα πρέπει να το πάρεις από εκεί το συντομότερο. Η μάνα έπεσε κάτω, το λουστράκι την έβαλε ξανά στο ταξί. Πάμε στην αγορά να βρούμε τους χωριανούς μου να με βοηθήσουν, να το μεταφέρουμε στο χωριό μου και να τους έχω και μάρτυρες στον άνδρα μου, να μη με σκοτώσει. Ο ένας πούλαγε καθρεφτάκια, ο άλλος τηγανιτά ψάρια και ο τρίτος έκανε τον παπατζή.
Έβαλαν τα πανέρια τους στο πορτμπαγκάζ, ο παπατζής συνόδευε τη μάνα στο γραφείο, υπόγραψε κυρά μου, μα δεν ξέρω, τότε ας υπογράψει ο πατέρας, μα αυτός δεν είναι ο πατέρας…. Πήγαν στο Αμφιτεάτρο, τους παρέδωσαν ένα παιδικό φέρετρο άσπρο, ο παπατζής το έβαλε στο ώμο, άνοιξα το πορτμπαγκάζ, παραμέρισα τα πανέρια με τα καθρεφτάκια, τα τηγανιτά ψάρια, έβαλα το φέρετρο στη μέση, και ξεκίνησα για ένα χωριό στο μέσον του πουθενά. Στο μπροστινό κάθισμα η μάνα και ο λούστρος, στο πίσω οι τρεις χωριανοί, αν ερχόταν ο γιατρός έκλαιγε η μάνα, αν είχαμε λεφτά απάντησε ο με τους καθρέφτες, ήταν θέλημα Θεού είπε ο με τα ψάρια, θα σας πω εγώ από τι πέθανε είπε ο Παπατζής. Ανακάτεψε την τράπουλα τράβα ένα είπε της μάνας βγήκε ο άσσος μπαστούνι. Ααα! Το χαρτί του θανάτου, ξεφώνιζαν όλοι μαζί, άρα ήταν θέλημα θεού. Ο ξανθός λούστρος τους κοίταζε με ανοιχτό το στόμα, φοβήθηκε για τα τόσα που ήξεραν, ίσως να ήταν και θεοί. Εγώ έρχομαι μαζί για να φάω και να πιω στο ξενύχτι, μου είπε. Τον τσίμπησα να σωπάσει…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Νέα Υόρκη

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2007

ΟΙ ΔΥΣΤΥΧΟΙ... ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ


Του Φαίδωνα Θεοφίλου*

Οι ρατσιστές είναι συνάνθρωποί μας κενοί περιεχομένου: Αυτό που λέμε άδειοι τενεκέδες. Χρειάζονται πάντα να βρίσκουν κάποιους που τους θεωρούν κατώτερους, ώστε να αντλούν την (υποτιθέμενη) δική τους ανωτερότητα, μέσα από την (υποτιθέμενη) κατωτερότητα των άλλων. Οι ρατσιστές είναι συνάνθρωποί μας που κατά κανόνα δεν συγκεντρώνουν κάποιο ενδιαφέρον: Είναι άχρωμοι και άοσμοι και πάσχουν από πνευματική ατροφία μη αναστρέψιμη. Δεν αποκλείεται όταν μιλούν, να χρησιμοποιούν έννοιες όπως ισότητα. (Εννοώντας πάντα τον εαυτό τους, σε σχέση με κείνους που κατάφεραν πολλά στη ζωή τους και θέλουν να τους φτάσουν…τζάμπα. Συχνά συγχέουν, συνειδητά ή από απαιδευσία αδιάφορο, την ισοτιμία με την διαφορετικότητα (ετερότητα) των ανθρώπων. Οι άνθρωποι λοιπόν είναι διαφορετικοί μεταξύ τους (ευτυχώς) αλλά ισότιμοι έναντι των νόμων, αν και συχνά ο ρατσισμός φαίνεται να ξεκινά από την εκτελεστική εξουσία. Αν κάποιοι λόγω ιδιαίτερων χαρισμάτων, ικανοτήτων, μόρφωσης, συγκυριών ή και τύχης, αξιοποιούν στη ζωή περισσότερες ευκαιρίες από άλλους, αυτό δεν τους δίνει το δικαίωμα να θεωρούν το συνάνθρωπό τους για οποιονδήποτε λόγο, κατώτερο. Πρέπει να τους αρκεί το όφελος που προσπορίζουν στον εαυτό τους από την αξιοποίηση των ευκαιριών της ζωής. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και σε επίπεδο εθνών. Κλείνω το σημείωμα αυτό με μια μικρή καθημερινή ιστορία, αστεία όσο και ενδεικτική: Όταν κάποτε άλλαξα τα θερμοσώματα στο διαμέρισμά μου, έβγαλαν τα παλιά θερμοσώματα στην πόρτα του διαμερίσματος και περίμενα μέρα τη μέρα να περάσει κάποιος παλιατζής, να μου κάνει τη χάρη να κατεβάσει τα θεόβαρα θερμοσώματα με τον ανελκυστήρα από τον 5ο όροφο κάτω στο δρόμο και να τα κάνει ότι θέλει.
Πράγματι δεν άργησε να έλθει. Ήταν ένας λεπτός μεσήλικας τσιγγάνος, που αφού ήλεγξε σχολαστικά τα θερμοσώματα και διαπίστωσε το βάρος τους, μου είπε συνωμοτικά: «Άκου τι θα κάνεις! θα φωνάξεις 2 Αλβανούς, θα τους δώσεις 20 ευρώ να τα κατεβάσουν στο δρόμο και θα περάσω εγώ να τα πάρω…!!!»
Είδατε μέχρι πού τρυπώνει ο ρατσισμός;


· Ο Φ.Θ. είναι συγγραφέας
· E-mail:
ftheofilou@gmail.com
· Web site:
http://fedon.aeolos.net
· Blogg:
http://theofilou.blogspot.com

Τρίτη 20 Μαρτίου 2007

η ποίηση

Η ΠΟΙΗΣΗ

Είναι κάτι φορές που θέλω
να μπω μέσα της
Μα εκείνη δεν μ'αφήνει
Κι'οσο τρέχω απο πίσω της εγω
τόσο εκείνη με αποφεύγει
κι'εγω το μόνο που θέλω ειναι
να την αγκαλιάσω
Μα εκείνη-οπως φαίνεται- θέλει
πρώτα να ερωτευτούμε
και μετά ν'αγκαλιαστούμε.

Σπύρος Δαρσινός

Σάββατο 17 Μαρτίου 2007

Έτσι είναι...

Δεν έχεις τίποτα για να μου δώσεις
ούτε κι εγώ σε σένα...
ότι ήτανε πια έγινε και τώρα μη θυμώσεις
γλυκοκεντίδια όνειρα
ξηλώθηκαν στο σούρουπο ένα ένα...

Γιατί έτσι είναι η μοίρα κι η ζωή
εύθυμο καρναβάλι που έρχεται και περνάει
κι όσο κι αν θες μια νέα αυγή
ο χρόνος σ’ αδυσώπητη νεροσυρμή
αλλού τώρα την πάει...


Στέλλα Ζαμπούρου Φόλλεντερ

Κυρία μου...

Κυρία μου...
Δεν γεννιέται κανείς με ανεκτικότητα.
Ο καιρός και η πικρή γεύση
των άδειων δειλινών
την πλάθουν μέσα μας μια ζωή.

Κυρία μου...
Η ζωή που ξεκίνησε χαμόγελο ξέγνοιαστο
και βλέμμα που καθρέφτιζε μόνο την
πλατιά γαλανάδα τ’ ουρανού που
δεν ίσκιωσε κανένα σύννεφο – ήταν
το πρωταρχικό σου αμάρτημα.
Δεν ήσουνα έτοιμη για τη σύγκρουση
των κεραυνών,
για την πύρινη γλώσσα της θύελλας
που δεν γνωρίζει κόπωση
ούτε οίκτο...

Κυρία μου...
Το αβρό χαιρέτισμα των καινούργιων ημερών
μυρίζει καμέλια και λιβάνι
εκκλησίας σε επιτάφιο...
Φίλησε απόψε τα μαραμένα γιασεμιά...
Μάζεψε στην αγκαλιά σου την άγκορά σου γάτα...
το ηδονικό γουργούρισμα του ζώου
που θερμαίνεται
στην επαφή σου την ανθρώπινη
είναι ο ήχος της ζωής που δεν σταμάτησε..

Κυρία μου...
Το ποτάμι της ζωής τ’ αστείρευτο
στην νιότη μας
γίνεται βάλτος
μια μέρα που δεν καθρεφτίζει
της νύχτας τ’ άστρα...
Όλα είναι μια αποκάλυψη...
μια απόφαση στη ζωή...
Ακόμα και ο Θάνατος!...


Στέλλα Ζαμπούρου Φόλλεντερ

Fragmento, las Gaviotas

Τα Πουλιά, η Ελπίδα, οι Γλάροι.

Ανεβαίνοντας στο δεύτερο όροφο από την εξωτερική παλαιά σιδερένια και σκουριασμένη σκάλα, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, ένα κύμα από γλάρους πετούσαν έκαναν βουτιές στο λιμάνι, κράζοντας χαρούμενα. Άρχισε να τους μετράει, η ελπίδα ελευθερίας φώλιασε μέσα του σα να ήταν γλάρος. Δεν άντεξε τους φώναξε! Eεε! εσείς αδέλφια μου πουλιά να ξέρατε πόσο σας ζηλεύω που πετάτε ελεύθερα, θαλασσοπούλια μου, καθρέφτες της ψυχής μου, που κυνηγάτε τα βαπόρια στης προπέλας τα αφρώδη απόνερα.
Θόρυβος ακούστηκε από πίσω, προχωρείτε φώναζαν… το σπρώξιμο από την ανθρώπινη μάζα ισχυρό, καταπιεστικό. Μάταια κρατιόταν από τις χειρολαβές της σκάλας, δε άντεχε άλλο. Μπροστά του έχασκε η πόρτα της φυλακής τα κάγκελά της φάνταζαν σαν δόντια από στόμα θηρίου, που περίμενε να καταπιούν έναν καινούριο Ιωνά. Σπρώχτηκε, καταβροχθίσθηκε στην κοιλιά του σκοτεινού ματωμένου υγρού κελιού, ένα κύμα μίσους ανημποριάς τον κυρίεψε, εναντίων του κατεστημένου, εναντίον των ανθρώπων, δεν είπε τίποτε σε κανένα, ποιος θα τον άκουγε; Τράβηξε για το στρώμα του, ξάπλωσε και κλείστηκε στον εαυτόν του ακόμα πιο πολύ… με όνειρα την ελπίδα, τους ελεύθερους γλάρους.

Γαβριήλ

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2007

ΣΑΝ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ

Με τον καιρό
η αναπνοή μου κόντυνε
και ’γινε γρήγορη
σαν του πουλιού.
Και η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα
σαν του πουλιού.
Και οι κινήσεις μου τρέμουνε
σαν του πουλιού.
Και να πεις ότι ακούω πυροβολισμούς;
Όχι όχι
Και να ήταν;
ο αέρας είναι νεκρός
για ν' ακούσω την κραυγή του.
Γι' αυτό, ήρθαν και με σήκωσαν κάτι
ηλεκτροφόρα δάχτυλα και με βαλαν
μέσα σ' ένα κλουβί
Για ν' αναπνέω, λέει, άφοβα τον αέρα μου

Κοίταξα γύρω μου
και είδα το κλουβί γεμάτο ελεύθερα πουλιά.

Σπύρος Δαρσινός

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2007

Αυθορμητισμός

Αυτός ο αυθορμητισμός μου, είναι μια βιαστική αντίδραση του εαυτού μου, που κλείνει μέσα της μια ειλικρίνεια, ίσως κατάλοιπα κάποιας παιδικής αθωότητας, ή μιας κρύας ωμής λογικής, που εξανίσταται όταν βλέπει ή αναγινώσκει θέματα που χρήζουν απάντησης, ή διατύπωση μιας ξεκάθαρης διαφορετικής γνώμης.
Κάποιος από όλους σας θα πρόσεξε ότι είμαι ανορθόγραφος, ότι βάζω ένα «ν» εκεί που δεν πρέπει ότι δεν ακολουθώ την ορθογραφία των ρημάτων ανάλογα με τον χρόνο ή «ίσως να ξεχνώ να βάζω υπογεγραμμένη κάτω από τα μακρά φωνήεντα της δοτικής»
Όλα αυτά είναι αληθινά, αλλά πώς να το κάνουμε, η εποχή των τότε θρανίων πέρασε για εμάς, και να θέλαμε να συνεχίσουμε στα ξενόγλωσσα κράτη της υφηλίου όπου ζούμε δεν υπάρχουν πλέον. Τα σκότωσε ο χρόνος της εξέλιξης.
Η επανάσταση του Η/Υ κατέρριψε τα πάντα, μαζί ήρθε και το μονοτονικό, άλλαξαν αυτά που ξέραμε, βρεθήκαμε (εμείς οι παρεπιδημώντας εις την ξένη) να πλέουμε σε μια θάλασσα χωρίς να έχουμε μάθει κολύμπι. Κι όμως επιζήσαμε… Συνταυτισθήκαμε στο καινούργιο σύστημα αλλά δεν παύουμε να είμαστε αυτοί που έμειναν με αυτά που είχαν μάθει της εποχής του ‘Μακρού προ Βραχέως περισπάτε.’

Χαιρετώ

Γαβριήλ

Τρίτη 13 Μαρτίου 2007

Ένα Αστέρι γιεννιέται

Συγχαρητήρια φίλε Στράτο,
τις ευχές μου, κι όλων μας, για μια λαμπρρή παγκόσμια βαρύτητα απήχησης των τόσο ειλικρινών ανθρώπινων γραπτών σου....

Γαβριήλ

"Χαιρετίζω με τον πιο ειλικρινή τρόπο την προοδευτική εξελικτική πορεία του Στράτου Δουκάκη, με την εύλογη πεποίθηση ότι η μελλοντική του συγγραφική επίδοση θα δικαιώσει τις προσδοκίες μου, και θα του εξασφαλίσει ένα ευοίωνο μέλλον στη δημοσιογραφική του καριέρα".
* Ο Μήτσος Τσιάμης είναι συγγραφέας.

Πολιτιστική Οργάνωση «ΝΟΣΤΟΣ»

Νέα οργάνωση συσπειρώνει τους Έλληνες της Αργεντινής

Στην δημιουργία ενός νέου φορέα προχώρησαν οι Έλληνες και φιλέλληνες του Μπουένος Άϊρες, ενώνοντας τις δυνάμεις τους για την προώθηση του ελληνικού Πολιτισμού.

Πρόκειται για την Πολιτιστική Οργάνωση «ΝΌΣΤΟΣ» που ιδρύθηκε ως αστική μη κερδοσκοπική οργάνωση για τη διάδοση της Ελληνικής Εκπαίδευσης και του Ελληνικού Πολιτισμού το 2006.

Καταλυτικό ρόλο στην δημιουργία της οργάνωσης είχε το ραδιοφωνικό Πρόγραμμα «Αντάμωμα με την Ελλάδα» που δημιούργησε η Dr. Χριστίνα Τσαρδίκος.

Το πρόγραμμα εξέπεμπε από το Μπουένος Άϊρες και πρόβαλε θέματα του Ελληνικού πολιτισμού και της Ελληνικής Γλώσσας.
Για την περίοδο 2001-2005 η «Αντάμωση» γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση και στάθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για ένα μεγάλο κομμάτι του Ελληνισμού της Αργεντινής και της Ν. Αμερικής. Και αυτό παρά όλες τις οικονομικές αδυναμίες και άλλες αντιξοότητες.
Στα πλαίσια του παραπάνω προγράμματος συσπειρώθηκαν και άλλοι ομογενείς της Αργεντινής, Έλληνες εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, όπως και Έλληνες ομογενείς από την Αμερική και Ευρώπη.
Λόγω οικονομικών δυσκολιών, το πρόγραμμα διακόπηκε το 2005 για οκτώ μήνες περίπου. Η διακοπή αυτή όχι μόνο δεν αποθάρρυνε τους δημιουργούς και τους οραματιστές της, αλλά στάθηκε αφορμή για περαιτέρω συσπείρωση και κινητικότητα και μια νέα ώθηση, γύρω από τους κοινούς στόχους. Έτσι, τον Μάιο του 2006 η εκπομπή επαναλειτούργησε.

Η εκπομπή έδωσε το έναυσμα για την δημιουργία της οργάνωσης, που εκφράζει τις αναζητήσεις, ανάγκες, προβληματισμούς και προσδοκίες ενός μεγάλου και ζωντανού τμήματος της ομογένειας στην Αργεντινή και στην Λατινική Αμερική, πολλών ομογενών σε άλλες χώρες, όπως και αρκετών Ελλήνων της "μητρόπολης".
Τον Νόστο για την Ελλάδα, την επιστροφή στην πατρίδα, στις ρίζες και τις πηγές του Ελληνισμού.

Μια από τις δραστηριότητες της οργάνωσης αποτελεί το ραδιοφωνικό πρόγραμμα «Αντάμωση».


Για περισσότερα κάντε κλικ εδώ: http://www.voiceofgreece.gr/OmogeneiaMainNews.asp?id=299277

Σάββατο 10 Μαρτίου 2007

οι προδότες

Ενα σάπιο μήλο
σε βλαστό αμυγδαλιάς

Ενα τρένο τρέχει στον κάμπο
Χωρίς ράγες

Ενα λουλούδι φυτεμένο απο τον
τον ανθό του

Ενας θάνατος κρεμασμένος στην
ελπίδα

Ενα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη
του Καραισκάκη

ΝΑ ποιοί ειναι οι ηρωες

Οχι αυτοί που προδόθηκαν

Αλλά αυτοί που τους μαχαίρωσαν.

Σπύρος Δαρσινός
οι προδότες

Ενα σάπιο μήλο
σε βλαστό αμυγδαλιάς

Ενα τρένο τρέχει στον κάμπο
Χωρίς ράγες

Ενα λουλούδι φυτεμένο απο τον
τον ανθό του

Ενας θάνατος κρεμασμένος στην
ελπίδα

Ενα μαχαίρι καρφωμένο στην πλάτη
του Καραισκάκη

ΝΑ ποιοί ειναι οι ηρωες

Οχι αυτοί που προδόθηκαν

Αλλά αυτοί που τους μαχαίρωσαν.

Σπύρος Δαρσινός

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2007

το χάος

Έχουμε την κακή συνήθεια να γράφουμε όταν νομίζουμε ότι έχουμε κάτι σπουδαίο Κ' όσο ψάχνουμε για το σπουδαίο όλο και το πιο σπουδαίο γυρεύουμεΚαι στο τέλος αυτό που γράφουμε μας αφήνει μέσα μας ένα κενό, γιατί πιστεύουμε πως κάπου πιο βαθιά μέσα μας είναι κάτι ακόμη πιο σπουδαίο και νομίζουμε ότι αδικήσαμε τον αυτό μας με αυτό πού γράψαμε. Κι' αρχίζουμε να ξαναγράφουμε για να ξανανιώσουμε το ίδιο κενό [αυτό δημιουργεί την ταπεινότητα]. Το κενό αυτό είναι χάος και είναι ανάμεσα στο γνωρίζω και το ξέρω. Υπάρχει διαφορά σε αυτά τα δυο ρήματα, το γνωρίζω είναι μέσα στο αίμα σου, το ξέρω είναι από την άλλη μεριά του χάους. Μου έχει τύχει λίγες φορές [δυστυχώς όχι πολλές] να βρεθώ στη μέση του Χάους. Και για κάποιο ανεξήγητο λόγο ένιωσα μια απέραντη ευτυχία, πού φεύγει όμως πάλι μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, η μάλλον δεν ξέρω πόσο κρατάει. Μπορεί και αιώνες [Πως ξέρουμε ότι ζούμε;]Υποψιάζομαι [δεν πιστεύω] πως αν κάποιος μπορούσε να μείνει στη μέση του Χάους λίγο πάρα πάνω από τις αδυναμίες του θα ζούσε για πάντα με την αλήθεια. Δηλαδή ,το πιστεύω και δεν πιστεύω, είναι φρούδες γιατί ,δεν μπορείς να πιστεύεις η να μην πιστεύεις κάτι που δεν ξέρεις. Εδώ, ανάμεσα στο πιστεύω και δεν πιστεύω δεν υπάρχει διαφορά, όπως στο γνωρίζω με το ξέρω, γιατί ανάμεσά τους δεν υπάρχει χάος ,υπάρχει ένας τόσος δα χώρος, που πρέπει εσύ να τον κάνεις γυμναστήριο της σκέψης σου. Δικό σου γυμναστήριο. Να γίνει αυτός ο μικρός χώρος ένα συνεχές ιδροκόπημα. Υποψιάζομαι ότι στις ανάπαυλες αυτής της αναζήτησης βρίσκομαι, για λίγο, στη μέση του Χάους.... .Μην νομίζετε ότι νομίζω ότι σας έγραψα κάτι σπουδαίο. Αύριο που θα το διαβάσω θα κοκκινίσω από ντροπή που σας το έστειλα πριν το ξαναδώ την αυγή.
Σπύρος Δαρσινός

Τρίτη 6 Μαρτίου 2007

Mera tis Gynaikas

Αν και έψαξα τα ημερολόγιά μου τα κρεμασμένα στον τοίχο δεν μπόρεσα α’ ανακαλύψω την ημέρα της γυναίκας. Έτσι ευχαριστώ τον φίλο Στράτο για την υπενθύμιση του, με το ύμνος της γυναίκας .
Η γυναίκα φίλοι μου είναι ισότητα όλοι από εκεί προερχόμαστε . Δεν υπάρχει κανένας μας να λέει εμένα με γέννησε π.χ. μια γλάστρα με βασιλικούς.
Έτσι για όλους μας, μια γυναίκα είναι μάνα μας, μεγάλη μας τιμή.
Η γυναίκα κινάει όλη την οικουμένη, ακόμα και το χρηματιστήριο, τα πολυκαταστήματα, οι βιομηχανίες, όλα για την γυναίκα δουλεύουν. Αν σταματήσει μια μόνο στιγμή να ζει, να θέλει, να ξοδεύει θα χρεοκοπήσουν βιομηχανίες, θα κάνει κραχ η Wall street.
Η γυναίκα είναι το όνειρο, η πανσέληνο, η ανθισμένη μυγδαλιά, έχει τη δύναμη να δώσει, να εμπνεύσει, να καλλιεργήσει τον έρωτα την αγάπη, την τρυφερότητα, να αλλάζει γνώμες χωρίς αιτία, μα και να φέρει την φουρτούνα να διαλύσει, αλλά κατά βάθος παραμένει η τρυφερή ύπαρξη ζητώντας κι αυτή σα την μέλισσα να τρυγήσει από τη γύρη του αντίθετου φύλλου. Έτσι είναι φτιαγμένη η ζωή η φυσική μας ύπαρξη, η έλξη που προκαλεί η γυναίκα είναι η ομορφιά του αισθήματος, η αντρική φαντασία οργιάζει, η ψυχική αγαλλίαση φουσκώνει τα στήθη, μέχρι που το άπιαστο όνειρο πραγματοποιείται, όλα αυτά φτιαγμένα από τον δημιουργό για την διαιώνιση του είδους μας…
Χωρίς αυτή δεν θα υπήρχε ζωή!


Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2007

Ο Μήτρος κι η Βασίλω

Κοπιαστική η μέρα τους και δύσκολη πολύ
τα λίγα γιδοπρόβατα δε χόρταιναν τροφή,
τώρα το χινοπώρι δεν βρίσκουνε βοσκή.
Κι ο Μήτρος πάντα σκεφτικός και πάντα σκυθρωπός,
ποτέ του γελαστός, μόνο καημό, κακοτυχιά και κόμπο
τα παράπονα τον πνίγουν στο λαιμό
και αραιά και πού μονάχος του μιλάει

Σκέψεις πολλές κι όνειρα ο Μήτρος είχε κάνει,
απ’ το καιρό της παντρειάς μια φαμελιά τρανή να φτιάξει.
Καημός του και μεράκι του να είχε πέντε γιους
και μια κόρη πεντάμορφη να του ’φερνε εγγονούς.
Μα τούτη η Βασίλω του, γρουσούζα για καλά,
τα έκανε αλλιώς· πέντε κορίτσια ως εδώ και άφανος ο γιος.
Έτσι λοιπόν ο Μήτρος τ’ αποφάσισε να μείνει με αυτά
και στ’ όνειρό του φώναζε: «Βασίλω μου, χαζιά».

Δοκίμασε η Βασίλω του πολλές φορές τις νύχτες
κοντά του να ξαπλώσει,
μα αυτός πάντα σκιαζότανε
πως τσούπρα θα του δώσει.
Έτσι περνούσε ο καιρός, κοιμόταν χωριστά,
σκιάζονταν ο Μήτρος τρομερά τα τραγανά βυζιά

Και ο καυγάς τους δυνατός έφτανε στο χωριό
«Τράγο» τον φώναζε και «παλιοακαμάτη» γιομάτη με θυμό.
«Παλιάμπ’λο» είσ’ Βασίλω μ’ τίπουτις δε νουάς,
τσούπρες να βγάνεις ξέρεις και γιόμουσ’ η ντουνιάς.
Σ’ είπα Βασίλω μ’, δεν πρέπει ν’ αστοχνάς
πως πρώτα θέλ’ αρσενικά να μοιάζουν μι τ’ εμένα,
κουντά μια θυγατέρα να μοιάζει μι τ’ εσένα.

-Άι Μήτρο μ’ και χάζεψες, δεν τα’ χω στο βρακί μ’.
Για δεν τηράς όταν είσ’ ψηλά, Μήτρο μ’, είσαι σωστά;

Έτρεξε η δόλια, έψαξε σε κάποιες χαρτορίχτρες,
σε μάγους και φακίρηδες ζήτησε να βρει το γιατρικό,
ένα βοτάνι μαγικό που θα ’φερνε το γιο.
Και να, της δώσαν συνταγή κι άλλα μυστικά,
να πότιζε το Μήτρο της με κόκκινο κρασί, να έβγαζε το γιο.

Και μια βραδιά σαν γύρισαν άκεφοι απ’ τη βοσκή,
το βράδυ η Βασίλω τραγούδαγε γλυκά και του ’δωνε ζωή.
Κοντά με γέλια και κρασί τον πότισε καλά
κι όλη τη νύχτα ο Μήτρος της, χαιρότανε τα τραγανά βυζιά.

-Αχ, αχ κι ωχ, ωχ, μανούλα μ’ τι τραβάω
Μωρ’ Βασίλω μ’, τι όμορφη και τι γλυκιά είν’ η ζωή
μέσα στην αγκαλιά σ’ ξεχνάω τ’ αρσενικά.

Και να που τα κατάφερε γκαστρώθηκε ξανά,
φτάνει στους μήνες τρεις,
μα σκιάζεται η άμοιρη στο Μήτρο να το πει.
Κι όπως ξανά ένα δειλινό γυρίζανε στη στάνη,
κέφια, μεράκια της, τραγούδια και χαρές
ξεχύθηκαν με χάρη στις γύρω λαγκαδιές.

-Ούι, ούι! Βάρα τα γίδια Μήτρο μ’ βάρα και το μουλάρ’,
στη στάνη μας να φτάσουμε πριν να μας πάρει το βράδυ.
Και σ’ έχω για του δείπνου μας κι ένα χαμπάρ’ καλό,
Μήτρο μ’ κι αντρούλη μ’ μάθε πως πάλι μ’ αγκάστρωσες
από πολύ καιρό!
-Τι είν’ αυτά που ματσαλάς κι πες μου τι νουάς,
Βασίλω μ’ τραγανή, ανάθεμα κι δε γρικώ
πότ’ ήρθα εγώ κοντά σ’.

Και φτάσαν στο καλύβι τους κι ο Μήτρος σκεφτικός
και η Βασίλω με χαρά του έφερε καρύδια και κρασιά.
Κι όπως τον πότιζε γλυκά έβγαλε το φουστάνι της
και έβαλε τα χέρια του απάνω στην κοιλιά της.

Άναψε ο Μήτρος στη στιγμή ακόμα πιο πολύ
κι αφού λίγο αφουγκράστηκε το νέο τους παιδί,
της λέει με στοργή:

-Να ’νι αυτό Βασίλω μ’ αρσενικό ή να ’νι πάλι θυλ’κό;
Α; τι λες του λόου σου εσύ απ’ νοάς απ’ τ’ αυτά
ακόμα πιο πουλλά;

-Μη σκιάζεσαι Μήτρο μ’ και θα δεις, θα’ ναι όπως κι εσύ
κι επάνω στην κουβέντα ο Μήτρος σαν φλογίστηκε
την έριξε στην ψάθα
-Άντες κι μ’ κατάφερις, τρανή καμωματού
βγέκα εσύ πέρα καλά κι ας είν’ ότι θέλ’
κι άρχισε με κέφια και χαρά να παίζει ως αργά…


Βάιος Φασούλας 09.05.1995. (Από τη Β` Συλλογή).

Καλό Μήνα

Μάρτης ο μήνας της εαρινής ισημερίας, παλαιάς πρωτοχρονιάς, το ξύπνημα της φύσης, μπουμπουκιάζουν τα δένδρα, η γη ολόκληρη δονείται από την έλξη των αντιθέτων, τα όντα πανηγυρίζουν, τα έντομα μεταφέρουν τη γύρη γονιμοποιούν τα άνθη για να γίνουν καρποί, ακόμα και οι άνθρωποι ξεγυμνώνουν τα ένστικτά τους πλάθοντας όνειρα ηδονικές φαντασίες, τα αντίθετα έλκονται, γονιμοποιείται η γη μας ξαναγεννιέται το σύμπαν. Κι εμείς οι στιγμιαίοι κάτοικοι αυτού του παραδεισένιου πλανήτη, οι θνητοί, ευχόμαστε ο ένας στον άλλον καλό μήνα… Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;

Καλό μήνα λοιπόν σε όλους σας-μας

Γαβριήλ

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2007

Συμπλήρωμα του παρακάτω:

-Σου ζητώ αυτό που περισσεύει.
Της μοναξιάς μου τη συμπόνια.

Δυο αναπνοές.
Λέξεις σου παλιές...

κάτι να μη θες...

Κι άντε μετά ν’ αντισταθείς...


Mithymnaios

Απόσπασμα

Την κάθε μια που έκανε παρέα,
ρωτούσε αν ήτανε καινούρια στο κλαρί,
ελπίζοντας να βρει
της μοναξιάς του τη συμπόνια.
---"Μάνα φτωχή" του έλεγε αυτή
και άνδρα εκμεταλλευτή...


Γαβριήλ

Για ένα πιο ανθρώπινο θέμα...