Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

Το Κεντρί

Απόσπασμα από ΤΟ ΚΕΝΤΡΙ
Σελίδα 104
…έβρεχε όταν οι κρατούμενοι πήραν το δρόμο της φυλακής, βάδιζαν στη γραμμή, ένας, ένας με τα μούτρα κατεβασμένα στην κόψη του δρόμου, δίπλα από τα παράλληλα βαλτώδη χαντάκια. Οι βάτραχοι είχαν αρχίζει να σκούζουν, το φως του ήλιου να χάνεται, τα κουνούπια είχαν κρυφτεί κάτω από τις φυλλωσιές των δένδρων. Τα μπαρ είχαν ανάψει τις φωτεινές επιγραφές, οι ναυτικοί έτρεχαν να ξεδιψάσουν και να βρουν γυναικείες αγκαλιές, τα κορίτσια έριχναν σπάταλα αρώματα στο κορμί τους, απαραίτητη προετοιμασία για τη νυχτερινή ζωή που μόλις άρχιζε. Η γραμμή των φυλακισμένων εξακολουθούσε να προχωρεί, τούτη τη φορά σε χωματόδρομο. Σε κάθε τους βήμα χωνόταν πιο πολύ στη λάσπη. Οι χωροφύλακες συνοδοί τους με την κάνη των όπλων τους να κρέμεται από τους ώμους τους προς τα κάτω ήταν σκεπασμένοι με κάπες νάιλον, όπως πάντα, ένας μπροστά ένας στη μέση κι ένας στο τέλος.
Η Αυγουστίνα και η Μαρίνα έριξαν πάνω τους κολόνιες, βάφτηκαν και ετοιμάστηκαν να πάνε για δουλειά. Δούλευαν στο μπαρ του Μέμε. Περπατούσαν αγκαλιασμένες σφιχτά κάτω από την μικρή ομπρέλα για να προφυλαχτούν απ’ τη βροχή. Καθώς προχωρούσαν συνάντησαν τη γραμμή των φυλακισμένων, βλαστήμησαν την τύχη τους, θα γινόταν μούσκεμα απ’ τη βροχή περιμένοντας να περάσουν. Οι δυο έλληνες βάδιζαν κι αυτοί ανάμεσα στους βρεμένους. Το χέρι της Μαρίνας έσφιξε το γυμνό μπράτσο της Αυγουστίνας, τα νύχια της μπήκαν μέσα στη σάρκα της. Με πονάς γιατί με σφίγγεις;
Μα που έχεις τα μάτια σου δεν βλέπεις;
Τι να δω εκτός από κατάδικους κλέφτες που περνάν από μπροστά μας. Και θα βραχούμε μέχρι να περάσει αυτή η καταραμένη γραμμή.
Για κοίτα καλύτερα ανάμεσά τους είναι δυο έλληνες ναυτικοί, γνωστοί μας πελάτες του μπαρ, είπε η Μαρίνα. Πλησίασαν και οι δυο σαν ένα σώμα τον μεσαίο χωροφύλακα. Θέλουμε να μιλήσουμε σε αυτούς τους δυο κατάδικους.
Απαγορεύεται.
Μπορούμε να τους δώσουμε τουλάχιστον τσιγάρα;
Θα τα δώσετε πρώτα σε εμάς κι εμείς θα τους τα δώσουμε και μην ξεχνάτε και το μερτικό μας.
Έτρεξαν τα κορίτσια πήγαν σε μπακαλικάκι αγόρασαν τσιγάρα, σόδες, αγόρασαν και για τους χωροφύλακες, έτρεξαν πίσω, τα παράδωσαν στους φύλακες, αυτοί τους χτύπησαν στην πλάτη, τους έδειξαν τα κορίτσια που τους κοίταζαν σαν άγαλμα κάτω από την ομπρέλα και τους έδωσαν τα τσιγάρα τυλιγμένα σε νάιλον σακουλίτσα για να μην βραχούν.
Ξαφνιάστηκαν έγνεψαν ότι τις αναγνώρισαν, έσκυψαν το κεφάλι προχωρώντας σα μερμήγκια στο λασπωμένο δρόμο προς τη φυλακή… όπου στην είσοδο πάνω στον τοίχο ήταν γραμμένα με σκαλιστά γράμματα:
«Στην φυλακή δεν υπάρχει τίποτα κακό. Όλα είναι χειρότερα.»
Τα κορίτσια αποσβολωμένα τους έγνεψαν ένα τελευταίο αντίο, πριν πάρουν δρόμο να γλεντήσουν σε αγκαλιές ναυτικών που περίμεναν στο μπαρ του Μέμε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Ουχ ούτως χρείαν έχομεν της χρείας παρά των φίλων ως της πίστεως της περί της χρείας» Επίκουρος