Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014

Η νέα μας η Γλώσσα


Γλσσα μου πς σ κάνανε;
Δν χω πι τν δύναμι
ν σ ναγνωρίσω,
θ δινα τ κάθε τι
πίσω ν σ γυρίσω.

Γλσσα μου πς σ κάνανε
ατοί ο «καταραμένοι»;
Χωρς δασεία, οτε ψιλή,
οτε περισπωμένη,
ξερ κα μαραμένη!

κλίσις τν ρημάτων σου
σαλατοποιημένη, προστακτική,
νεργετική, μέση φωνή, παθητική,
μαζ κα ποτακτικ
τώρα πι μπερδεμένη.

ν πς γι περσυντέλικο,
μέλλοντα, παρακείμενο
κα παρατατικό,
χουν γίνει όρατοι
στν σχατο βαθμό!

Τ νώμαλά σου ρήματα
κα δοτικ κα κλιτικ
λων τν κλίσεών σου,
λα δολοφονήθηκαν
στν νέο τονισμό σου!

Κα ο ρχαοι πρόγονοι
πο χάρισαν τ φτα
σ’ λη τν οκουμένη,
στριφογυρνον στν τάφο τους
ασχρ προσβεβλημένοι!

Κατάρα θ μς δώσουνε
γι ατ τν δικία
πο σβήσαμε τ πνεύματα`
μεγάλη μαρτία,
βαρι νοσιουργία!

Γιατί νεολαία μας
ταν κούει γι πνεύματα
νομίζει τι προέρχονται
μέσα π τ σύννεφα,
ψηλ άπ’ τν ορανό!

Κι’ στεία ερωνεία,
σ λα τ κολλέγια
πάνω σ’ ατ τν γ,
διδάσκουν τν λληνικ
μ σωστ γραμματική!

κτς μέσα στν χώρα
που χει γεννηθε
χ! . . . λλάδα μου`
βασανισμένη γ,
πατρίδα μου «φτωχή»!

Γι ατ νέα μας γενι
πρέπει ν μς τιμήσ,
τν δοξασμένη γλσσα μας,
τν γλσσα τν προγόνων μας
πίσω ν τν γυρίση! 


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΡΙΓΩΝΗΣ

Μακρόχρονα ξενητεμένος,
λλ πιστς λάτρης
τς Μητρικς λληνικς Γλώσσης!
Μπρίτζπορτ, Κοννέκτικατ
Μάϊος 2003.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

Βάλαμε τα χειμωνιάτικα και... προσφέρουμε

Οι Μακρινοί Αντίλαλοι, με «χειμωνιάτικη ένδυση» πλέον και με δυο προσφορές: μια ενδιαφέρουσα καινοτομία, με την οποία σας δίνει τη δυνατότητα να ξεφυλλίσετε και να διαβάσετε την Εφημερίδα της Νέας Υόρκης από εδώ. 



Κι ακόμη, για να μη μείνουμε μόνο σ' αυτό, τι στο καλό χρονιάρες μέρες έρχονται, ας αρχίσουμε να ζεσταίνουμε τις καρδιές μας. Δείτε και μια μικρή, όμορφη και ιδιαίτερη ιστορία αγάπης με κινούμενα σχέδια.


Γάβο & Στράτος


Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2014

Τα φώτα των εορτών λάμπουν στη Νέα Υόρκη - Και στην Αθήνα λάμπουν για άλλο λόγο…

Οι δυο όψεις…
Εορταστική ατμόσφαιρα στη Νέα Υόρκη, με τον ουρανοξύστη του κέντρου Ροκφέλερ να υψώνεται πάνω από το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο της πόλης. Για τη φωταγώγηση του δέντρου με σεβασμό στο περιβάλλον χρησιμοποιήθηκαν 45.000 φωτάκια εξοικονόμησης τύπου LED.

Επεισόδια και φωτιές στο κέντρο της Αθήνας με αφορμή τη συμπλήρωση έξι χρόνων από τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου και συμπαράσταση στον απεργό πείνας Νίκο Ρωμανό.

Δυστυχώς…

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Αληθινέ κι' αγνέ γιε του Λαέρτη…

«Ξεκίνησες με μια βαλίτσα...
Σήκωσες την Ελλάδα στον ώμο σου ωσάν το Διγενή
και την σεργιάνισες στις πέντε Ηπείρους!
[…] Γιε του Λαέρτη, σε κάθε γωνιά της γης έκτισες την Ιθάκη σου»!


Χρόνια αγκυροβολημένος στο μακρινό και κρύο Καναδά εκείνος κι εγώ για χρόνια, πιο κάτω, πιο νότια, στη μακρινή αλλά ζεστή Βενεζουέλα. Εκείνος ένας ταξιδευτής-ανιχνευτής στα ατέλειωτα μονοπάτια του διαδικτύου κι εγώ άλλος ένας... από τα ίδια. Κάποια στιγμή κάπου αντάμωσαν οι δρόμοι μας. Και η φιλία μας ουσιαστικά ξεκίνησε δίχως να το καταλάβουμε, αν κι έχω την αίσθηση πως θα πρέπει να ήμασταν φίλοι πολύ καιρό πριν γνωριστούμε. Όχι γιατί είμαστε της ίδιας ηλικίας, είχαμε παρόμοιες ανησυχίες, βιώματα και… τραύματα αλλά γιατί, όντας ξενιτεμένοι κι οι δυο, ζούσαμε και βιώναμε πολλά κοινά, με τον ίδιο τρόπο. Τη νοσταλγία, τη χαρά, τη μοναξιά, τη λύπη, τους καημούς και τόσα άλλα… Αποδεχτήκαμε την τύχη ή την κατάρα –κι ας ακούγεται λίγο δυνατό– να ζούμε μακριά απ’ την αγαπημένη μας πατρίδα, δίχως όμως να έχουμε ποτέ ξεχάσει από πού προερχόμασταν και δίχως να έχουμε ποτέ αρνηθεί ότι πάντα ήμασταν δικά της κομμάτια.
Μπορεί ν' άργησαν να συναντηθούν οι δρόμοι μας, αλλά οι ψυχές μας, μέσα στο χρόνο,  αναγνώρισαν από την πρώτη στιγμή αυτή την οικειότητα που –πολλές φορές– σε κάνει να νιώθεις πράγματα χωρίς να χρειάζεται να πεις λέξη. Καμιά λογική, νομίζω δεν θα το εξηγήσει αυτό, δεν υπάρχει λόγος άλλωστε. Δεν το ψάχνεις και πολύ. Απλά ανοίγεις την αγκαλιά σου και αισθάνεσαι ευγνώμων που είναι φίλος σου. Ο Κώστας είναι ένας ωραίος φίλος!
Αν και η ιστοσελίδα του στάθηκε ο συνδετικός κρίκος, εμείς με τον καιρό χτίσαμε, στην απέραντη παραλία της ψυχής μας, ένα όμορφο κάστρο φιλίας και δεν μας πείραζε καθόλου –μα καθόλου πιστέψτε με– αν κάποιο απρόσμενο κύμα, κάποια στιγμή, το εξαφάνιζε. Και γιατί να μην το πω, ήρθαν πολλά αγριεμένα κύματα, αλλά δεν κατάφεραν να το ισοπεδώσουν! Αυτό, αναρωτιέμαι τώρα, είναι εξομολόγηση; Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ρόλο παίζουν τούτες οι εξομολογήσεις μιας και για το έργο του θέλησα να γράψω... αλλά ξεστράτισα. Τέτοια μας κάνει ο Κώστας. Τέτοιες αφορμές μας δίνει.
Σε εποχές φτωχής πνευματικότητας, όπου πολλά έχουμε αφήσει στο περιθώριο, είναι παρήγορο ότι υπάρχουν άνθρωποι που μοιράζονται ακούραστα, τα δικά τους πνευματικά ενδιαφέροντα, τις δικές τους βαθιές ανησυχίες με όσο γίνεται περισσότερους αποδέκτες. Αυτό κάνει ο φίλτατος Κώστας  με την υπέροχη και άψογη ιστοσελίδα του: «Η Χώρα των Θεών»!


Μ’ ένα δισάκι στον ώμο, φορτωμένο με τις αναμνήσεις, τις συγκινήσεις και τους καημούς της μικρής του πατρίδας, της ορεινής Αρκαδίας, ο Κώστας ξενιτεύτηκε στον Καναδά, σε δύσκολους καιρούς, όπου παρά τις όποιες δυσχέρειες παρέμεινε ένας αθεράπευτος νοσταλγός «των ανεπίστρεπτων και πληγωμένων ελπίδων». Κατόρθωσε, αυτός ο λεβέντης της διασποράς, να μείνει αλώβητος από την αδυσώπητη διαδρομή του χρόνου και την τυχόν αφομοίωση της ξενιτιάς. Παρέμεινε –και μπράβο του– άνθρωπος χαμηλών τόνων αλλά υψηλών πτήσεων ψυχής. Φτάνει, για να το επιβεβαιώσει κάποιος, να επισκεφτεί την ιστοσελίδα του, όπου ύστερα από επίμονες ανιχνεύσεις, συλλέγει, καταγράφει και αξιολογεί το έργο χιλιάδων Ελλήνων λογοτεχνών. Εκεί σ’ αυτή τη γωνιά αφήνει και τα δικά του σημάδια με το πολύτιμο έργο του: «Καπνόν Αποθρώσκοντα».
Γνωρίζω πολύ καλά, ότι τα πραγματικά άξια πράγματα ξέρουν από μόνα τους να υπερασπίζονται τον εαυτό τους. Αλλά να, χτες όλη μέρα τον σκεφτόμουνα…

Στράτος Δουκάκης
  

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

Μονόγραμμα – Οδυσσέας Ελύτης

Αποδίδουν: Μίκης Θεοδωράκης – Ιουλίτα Ηλιοπούλου


Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας μ’ ακούς
Της αγάπης
Μια
για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη
Γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς


Μηθυμναίος

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Στο άλογό μου: Ν. Καββαδία


Το αφήγημα «Στο άλογό μου» γράφτηκε στο χωριό Κούδεσι το 1941 και πρωτοδημοσιεύτηκε στον στον τόμο «Το Θαύμα της Αλβανίας απ' τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας» του Ξένου Ξενίτα το 1945.

Στο άλογό μου
Το να γράψει κανείς σ' έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ' ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω.

Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία. Όμως πρέπει. Αισθάνομαι την ανάγκη. Γι' αυτό θα σου γράψω.

Στην αρχή δεν με ήθελες. Καταλάβαινες σε μένα τον άπραγο με το αδύνατο χέρι. Είχες δίκιο. Ίσως για πρώτη φορά έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τ' άλογα που είχα δει στη ζωή μου ήτανε στα τσίρκα, που τα δουλεύανε κοζάκοι, και στις κούρσες, που τα παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό με είχε πειράξει. Δεν είστε προορισμένα για τόσο χαμηλές πράξεις. Ας είναι... Αυτό είναι μιαν άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κίπλινγκ, αυτός που τόσο σας είχε αγαπήσει και ιστορήσει.

Το ξέρω πόσο σε κούρασα. Στραβά φορτωμένο ακολούθησες υποταχτικά στις πορείες της νύχτας. Γρήγορα γίναμε φίλοι. Με συνήθισες. Έπαψα πια να σε χάνω μέσα στ' άλλα τα ζώα της Μονάδας μας. Έπαψα να μη σε γνωρίζω.

Αν αρχίσω τα «θυμάσαι» δε θα τελειώσω ποτέ. Λατρεύω τη συντομία! Θα σου θυμίσω μονάχα τρεις νύχτες μας. (Απορώ με τον εαυτό μου απόψε. Τόσο στοργικά δε μίλησα ποτέ σε κανένα).

Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δυο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες; Κάρφωνα τα νυσταγμένα μου μάτια στο νυχτερινό παραπέτασμα, όπως δεν τα κάρφωσα τότε που αναζητούσα φανάρια στη Βόρειο θάλασσα. Η όσφρησή σου μας έσωσε. Ένας στάβλος μάς έγινε άσυλο. Παραμερίσαμε το σανό κι ανάψαμε μεγάλη φωτιά. Λέω, ανάψαμε. Εσύ μου 'δινες θάρρος. Ξαπλωμένος σ' άκουα να μασάς. Κατόπι σου μίλησα. Ποτέ δε συμφώνησα με τους ανθρώπους όπως τότε με σένα. Κοιμηθήκαμε συζητώντας. Εγώ ξαπλωμένος στο χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δεν κοιμούνται όρθιοι περπατώντας δίχως να 'χουν τη δική σου νόηση; Ας είναι...

Η δεύτερη νύχτα: Τότε που μπήκαμε μ' άλλους πολλούς μες στη μάχη. Μπορούσε κοντά από 'κεί να κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τον θόρυβο του πολέμου και τον συνηθίσαμε. Πήραμε το παλικάρι με το πληγωμένο πόδι και φύγαμε. Ποτέ μου δε σε είδα πιο προσεχτικό και τόσο αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο το νευρικό σου συνήθειο να πηδάς σηκώνοντας το σαμάρι. Τα 'χες όλα νιώσει ίσως πριν από μένα.

Και τώρα, η νύχτα στο βουνό με τη λάσπη: βαρυφορτωμένοι, κατάκοποι προχωρούσαμε. Είν' αφάνταστη η λύπη κι η κακομοιριά που δοκιμάζεις σαν αισθάνεσαι να 'σαι και να βλέπεις ανθρώπους και ζώα και τα πάντα μες στη λάσπη.

Άλογα και μουλάρια πεσμένα μάς κόψανε το δρόμο. Εμείς προχωρούσαμε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαμε θέλω να πω. Με τα δυο σου πόδια σπασμένα, με το κεφάλι χωμένο στις λάσπες. Θυμάσαι πόσο προσπάθησα. Δεν το κατόρθωσα. Πρέπει να νιώσεις καλά πως δε φταίω. Ποτέ δεν προσπάθησα τόσο. Έμεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιο πέρα από μας ένας Ιταλός σκοτωμένος. Πάνω μας η Μεγάλη Άρκτος, το Βόρειο Στέμμα, ο Αστερισμός του Ωρίωνα ψιχάλιζαν φως.

Δεν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τα μάτια μου από το θάνατο. Μα φαντάζομαι...

Παύω. Φοβάμαι μήπως πω λόγο μεγάλο.

Φυλάω ακόμη το ξυστρί και τη βούρτσα σου. Κι όταν κάποτε κι αυτά θα τα παραδώσω, θα σε φυλάξω στη μνήμη μου.

Οι κάλοι των χεριών μου από τα λουριά σου μου είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι που κάποτε απόχτησα στις θαλασσινές μου πορείες. Θα σου ξαναγράψω!...

Κούδεσι, Μάρτης 1941

Σύνταξη/επιμέλεια: Κεφαλονίτικα Νέα
Πηγές: Εφημερίδα Αυγή, περιοδικό ως3, Νίκος Καββαδίας, Του πολέμου. Στο άλογό μου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1987, σ. 35-39

Απο τα Κεφαλονίτικα Νέα.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης







3


Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Μικρά και μεγάλα καθημερινά «όχι»

Κάποιες φορές συμβαίνει ένα λάθος κλικ, ένα στιγμιαίο λάθος στο πλήκτρο,
να σε οδηγήσει σε κείμενα στολίδια.
Έτσι και σήμερα, ψάχνοντας να διαβάσω
το χρονογράφημα του φίλου Πέτρου Μανταίου στην Εφημερίδα των Συντακτών,
το «λάθος κλικ» έφερε μπροστά μου το παρακάτω θαυμάσιο κείμενο του Μετέωρου.
Άλλωστε και οι λάθος κινήσεις στη ζωή μας δεν μας δίνουν μαθήματα;
Ας είμαστε ευγνώμονες και στο λάθος.
Στρ. Δουκάκης


Ταξιδεύοντας με το μετρό, τον Ηλεκτρικό ή το τραμ έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με αγνώστους. Μπορείς να ανασάνεις την αύρα τους, να ρινηλατήσεις τα χνώτα τους και μ' ένα απότομο φρενάρισμα να πέσεις ξαφνικά στην αγκαλιά τους. Τόσο κοντά βρίσκεσαι σπανίως ακόμα και με τους οικείους σου. Περιεργάζεσαι ενδελεχώς τις φάτσες τους και μόλις οι ματιές διασταυρωθούν, χαμηλώνουν από ντροπή, λες και πιάστηκε ο ένας να ψάχνει με αδιακρισία τα συρτάρια του άλλου, να διαβάζει λαθραία το προσωπικό του ημερολόγιο, να εμφιλοχωρεί στα άδυτα της ψυχής του. Ξέρεις πως σε δέκα λεπτά, το πολύ σ' ένα τέταρτο, θα ανοίξει η πόρτα και θα κατεβούν, θα βυθιστούν στα ερέβη της ανυπαρξίας και θα 'ναι σαν να μην τους αντίκρισες ποτέ. 
Ρωτάς με το βλέμμα μολαταύτα. Εξακολουθείς να παρατηρείς και την τελευταία λεπτομέρεια στα χαρακτηριστικά τους, την πιο αμυδρή ατέλεια, προσπαθώντας να μαντέψεις από πού έρχονται και πού πάνε, να διακρίνεις στις στιγμιαίες λάμψεις της έκφρασής τους τα βάσανα, τις ελπίδες, τα όνειρά τους. Ενα αλλόκοτο σάστισμα διαχέεται στην ατμόσφαιρα. Έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τον ξένο ως απειλή, να υψώνουμε τείχη μπροστά του, να κρυβόμαστε στον εαυτό μας, κλειδαμπαρώνοντας ερμητικά το όστρακό του. Τραυλίζουμε ενστικτωδώς ένα βροντερό «όχι» στην ανθρώπινη επαφή. Αφιλότιμη η τεχνολογία· ανυπόμονη. Με δυσνόητους κώδικες που αναγκάζουν τα άτομα να βγαίνουν ενίοτε απ' το καβούκι τους, να απογυμνώνονται ενώπιον της ομάδας, σ' ένα ανέλπιστο όσο και φλύαρο, εξομολογητικό στριπτίζ. 
Αναμετριόμουν χθες, κατά τις εννέα το βράδυ, με την αμήχανη συνύπαρξη που κανοναρχούν οι ράγες. Διαγωνίως απέναντί μου αμφιταλαντευόταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου μια κατάκοπη πενηντάρα. Αδύνατη, σχεδόν οστεώδης, με νεανικό ντύσιμο. Το σκαμμένο της πρόσωπο αποκάλυπτε μια δύσκολη ζωή. Ο διαπεραστικός κτύπος του κινητού της αναστάτωσε αίφνης την ομήγυρη. «Ναι, αγάπη μου, έρχομαι». Παύση. «Είχα μακαρόνια αλλά θα τα 'φαγαν τα παιδιά. Κοίτα στο ψυγείο μην περίσσεψαν τίποτα φρούτα» είπε θλιμμένα. «Αν πληρωθώ θα φέρω σουβλάκια». 
Μου άρεσε η τρυφερότητα με την οποία απευθυνόταν στον άντρα της. Έμοιαζε μ' ένα αισιόδοξο «όχι» που αντιμαχόταν την καταχνιά των καιρών, επιχειρώντας να ισοσκελίσει το αποκαρδιωτικό «όχι, δεν υπάρχει φαΐ». Κατόπιν σχημάτισε έναν αριθμό στο καντράν. Ο εκνευριστικός ήχος της κλήσης τρυπούσε τη μονοτονία του βαγονιού. Μια, δυο, τρεις, πέντε, επτά… Αγωνιούσαμε όλοι μαζί της πότε θα το σηκώσει επιτέλους τ' αφεντικό. Κρυφοκοιταζόμαστε σαν συνωμότες, κάναμε ξόρκια. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση όμως. Αφού δεν λογοδοτεί σε κανέναν, κορόιδο είναι να καταβάλει τα δεδουλευμένα; Αγανακτούσαμε. Αρθρώναμε μεμονωμένα στεντόρεια «όχι» στην κατάρα των μνημονίων, που καταδικάζει στην ανέχεια τους ευάλωτους· εμάς τους ίδιους. Η αυθόρμητη αντίστασή μας τροχοπεδούσε στον επόμενο σταθμό, όπου ένας ένας αποχωρούσαμε για να χωθούμε στο αδιαπέραστο κέλυφός μας. Με μολυβένιους ουρανούς και κάμποσα νερά μας συνοδεύουν άναυδα τα μετέωρα. 
Μετέωρος meteoros@efsyn.gr

* Αφιερωμένο εξαιρετικά στη σημερινή 74η επέτειο του «Όχι», μοναδική περίοδο στην πρόσφατη Ιστορία μας που ήμασταν μονοιασμένοι!

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η διορατικότητα του Δαλάι Λάμα


Ρωσικό Ιστιοφόρα Άγιος Πέτρος στο Αργοστόλι Κεφαλονιάς

H Διορατικότητα του  Δαλάι Λάμα
Από την στιγμή της γέννησής μας, είμαστε υπό την φροντίδα και την καλοσύνη των γονιών μας. Αργότερα όταν είμαστε ηλικιωμένοι και γεράσουμε και είμεθα καταπιεσμένοι από αρρώστιες, πάλι εξαρτώμεθα από την καλοσύνη των συνανθρώπων μας.
Δεδομένου ότι στην αρχή και στο τέλος της ζωής μας είμαστε εξαρτημένοι από την καλοσύνη των άλλων, πως είναι δυνατόν στο άνθος  της ζωής μας να μην δείχνουμε καλοσύνη προς τους άλλους ανθρώπους;    

Μετάφραση  Γαβριήλ Παναγιωσούλης
  


Insight from the Dalai Lama,
Right from the moment of our birth, we are under the care and kindness of our parents, and then on our life, when we are pressed by sickness and become old, we are again dependent on the kindness of others.
Since at the beginning and at the end of our lives we are so dependent on other’s kindness, how can it be that in the middle we neglect kindness toward others?

Gabriel Panagiosoulis
Οι φωτογραφίες από την ιστοσελιδα iKefalonia 




Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Το αντιφατικό πορτραίτο του Έλληνα...


Ξεφυλλίζω τις φυλαγμένες από καιρό σελίδες της στήλης Πατριδογνωσία του ένθετου περιοδικού «Κ» της εφημερίδας Καθημερινή της Κυριακής, όπου η δημοσιογράφος Άννα Γριμάνη φιλοξενούσε, κάθε εβδομάδα, τις απαντήσεις διακεκριμένων Ελλήνων του εξωτερικού σε συγκεκριμένα ερωτήματα. Μέσα απ’ αυτήν την «τυποποιημένη συνέντευξη», επιχειρούσε να ανιχνεύσει ό,τι σχετίζεται, μ’ αυτό που αποκαλούμε «Ελληνικότητα». Οι τοποθετήσεις και οι απόψεις –αντιφατικές πολλές φορές– των αξιόλογων συμπατριωτών μας, προσδιορίζουν με τον καλύτερο τρόπο την «υπέροχη εκδοχή του Έλληνα». Το αν «είναι προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Έλληνας σήμερα», το αν, τελικά, «η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση», καθώς και την «ταυτότητά» του.
Στις αναφορές τους εστιάζονται αρνητικά και θετικά στοιχεία ιδίως στα πατροπαράδοτα ελληνικά πρότυπα, όπως π.χ. του ήρωα, του σοφού, του έξυπνου, της περιούσιας φυλής μας, δίνοντας τις δικές τους απόψεις. Απ’ όλα αυτά, επιλέγω και αντιγράφω, χαρακτηριστικά, κάποια απ’ όσα είπαν για την αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια.
Παράδειγμα: Για την «υπέροχη εκδοχή του Έλληνα» μερικές από τις τοποθετήσεις τους ήταν: «Εκεί που αρχίζεις να ντρέπεσαι που λέγεσαι Έλληνας, θυμάσαι κάτι εξαιρέσεις και δακρύζεις». «Η έμφυτη ικανότητα που έχει (ο Έλληνας) να διακρίνει τι είναι σημαντικό στη ζωή και να αριστεύει με ταπεινοφροσύνη». «Να έχεις προδώσει την κληρονομιά σου σε κάθε παραμικρή της πτυχή, να έχεις εξευτελίσει στο έπακρο την ευγένεια της καταγωγής σου, και να θέλεις να καλύψεις τον εκβαρβαρισμό σου με συναισθηματική φτήνια καυχήσεων για προγονικό πλούτο που κυριολεκτικά αγνοείς».
Για το αν είναι «προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Έλληνας σήμερα;» κάποιες απαντήσεις ήταν: «Με συνείδηση, είναι σίγουρα προσόν. Χωρίς, φοβάμαι ότι αυτά που μας χαλάνε προσθέτουν δυσβάσταχτα βάρη στον συναγωνισμό με τον υπόλοιπο κόσμο». «Είναι προσόν η αυτογνωσία αυτού που είσαι σήμερα και το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιείς την Ιστορία και το παρελθόν σαν άλλοθι γι' αυτό που δεν μπορείς πάντα να επιτύχεις». «Για όποιον αγωνίζεται να επιβιώσει εκτός συνόρων, πιστεύω πως είναι προσόν. Για τους υποχρεωμένους να ανθίστανται στην εντός των συνόρων πραγματικότητα, θα έλεγα μάλλον ότι πρόκειται περί μειονεκτήματος». «... Ούτε προσόν, θα έλεγα, ούτε μειονέκτημα. Ευλογία μόνο ή κατάρα. Ανάλογα με τη στιγμή και τη διάθεση».
Για παράδειγμα στην ερώτηση: Με ποια ταυτότητα οι Έλληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο; Οι απαντήσεις είναι άξιες προσοχής και ποικίλουν μεταξύ τους, όπως: «Λόγω της αναντίρρητης συμβολής του ελληνικού στον παγκόσμιο πολιτισμό, το άκουσμα της λέξης “Έλληνας” προκαλεί συνήθως θετικές αντιδράσεις. Αυτές συνήθως μετριάζονται, όταν στο κλασικό ιδεώδες αντιπαρατεθεί η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα». «Συνήθως με την ταυτότητα των προγόνων μας και μια ομιχλώδη σύγχρονη παρουσία. Γιατί όλα μάς φταίνε, ενώ ουσιαστικά οι φταίχτες είμαστε εμείς». «Ο Έλληνας πορεύεται με τα πιστεύω και τις καταβολές του Τόπου που τον γέννησε, τα πρέπει της οικογένειας που τον ανέθρεψε και του βαθύτερου παρορμητικού εαυτού του, που τον οδηγεί στους προσωπικούς του δρόμους». «Με το διεισδυτικό μάτι και την τόλμη του Οδυσσέα εκείνοι, με την κουτοπονηριά του Καραγκιόζη οι άλλοι». «Με την ταυτότητα του ανθρώπου που ελάχιστα παράγει και άπειρα καταναλώνει».
Στο δε ερώτημα αν η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση σημειώνω τα παρακάτω: «Είναι αίσθημα βαπτισμένο στη συνείδηση». «Είναι συνείδηση που πρέπει να απευθύνεται στο αίσθημα, γιατί και τα δύο είναι οι βασικοί παράγοντες της δημιουργίας. Ο Έλληνας, όταν χρησιμοποιεί τη συνείδηση και το αίσθημα, μεγαλουργεί». «Και τα δύο. Αίσθημα που συνειδητοποιείται. Συνείδηση που λειτουργεί ως αίσθημα. Τα αισθήματα είναι μέρος αυτού που λέμε συνείδηση και, λόγω της μακρόχρονης ιστορίας μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, κουβαλάμε βαρύ φορτίο».
          Έχω την εντύπωση πως με κάποια απ’ αυτά θα συμφωνήσουμε και με άλλα όχι. Ωστόσο, επειδή τα έχουν διατυπώσει Έλληνες, δεν ενοχλούν τόσο. Αν είχαν τολμήσει να τα ξεστομίσουν ξένοι, σίγουρα, πολλά, επ’ ουδενί λόγω, θα τα ανεχόμασταν. Για τούτο όπως το έχει διατυπώσει ο Νίκος Δήμου ο Έλληνας δεν συγχώρησε ποτέ όσους «μισέλληνες» ζωγράφισαν το πορτραίτο του. 


Δημοσιεύτηκε το Σάββατο 4 Οκτωβρίου στη στήλη μου:
«Χρονογράφημα από την Αθήνα» στην Εφημερίδα της Νέας Υόρκης.

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Στα blog που βρίσκουμε τους εαυτούς μας


Τα ιστολόγια, όπως αποκαλούνται στην ελληνική, τα κοινώς ονομαζόμενα blogs, αποτελούν, στον συνεχώς αναπτυσσόμενο τομέα του διαδικτύου, μια κουλτούρα, έναν τρόπο έκφρασης και σκέψης, (για όσους φυσικά το τολμούν) ένα παράθυρο ελευθερίας, αν θέλετε, κι ακόμα, έναν πολύ σημαντικό χώρο δημιουργίας.
Η ευκολία της δημιουργίας του από κάθε απλό χρήστη, με ή χωρίς ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις, το μηδενικό κόστος διατήρησης αλλά και διαχείρισης ήταν οι λόγοι που συνέτειναν στην εξάπλωσή του.
Η νέα αυτή κοινωνική έκφραση, κατόρθωσε μέσα σε ελάχιστο χρόνο, να αποκτήσει μεγάλη δύναμη, δίνοντας τον λόγο και τον τρόπο σε πολλούς να καταθέτουν απόψεις με επιχειρήματα, σχόλια και γνώμες, που, δίχως να καταβάλλουν πολύ κόπο, έκαναν το δυνατό ώστε να ακούγεται ελεύθερα ο λόγος τους σε ένα ανεκτό επίπεδο.
Σ’ αυτά αποτυπώνονται, ελεύθερα κι αβίαστα, τα συναισθήματα, οι χαρές, οι πίκρες, οι εντάσεις, οι θυμοί, αλλά και άλλα τινά ευαίσθητης σημασίας που χρησιμεύουν, μπορώ να πω, και σαν μια προσωπική εκτόνωση.
Πιστεύω στην απόλυτη ανεξαρτησία της γραφής, αν και πολλές φορές η θέση, η αντίθεση και η αντιπαράθεση σε διάφορα θέματα δημιουργεί εκρήξεις - ιδίως στα σχόλια.
Σε προσωπικό επίπεδο, είναι αλήθεια πως δεν ήξερα τι έψαχνα να βρω... Ίσως τον εαυτό μου... Ίσως να είχα και λίγο ψώνιο και να το έκρυβα… Κι είναι φορές που αναρωτιέμαι: τι ήταν αυτό που τελικά μ’ έσπρωξε σ’ αυτή τη δημιουργία. Οι απαντήσεις που βρήκα ίσως να δείχνουν βολικές ή αφελείς, αν θέλετε. Στην αρχή σκέφτηκα κι είπα για την παρέα. Για να γράφω ό,τι μου αρέσει, να ασχολούμαι με κάτι, ν’ ακουμπώ κάπου όσα με άγγιζαν, όσα με έπνιγαν κι όσα με θύμωναν, ανάλογα με τη διάθεσή μου. Να καταγράφω τα σκιρτήματα της ψυχής μου. (Βάσανο μεγάλο να δυναστεύεται κανείς από συναισθήματα). Ακόμη για να θυμίζω και να δείχνω –καταθέτοντας αισθητικά– ό,τι αγαπώ. Να χαμογελώ, να χαίρομαι, να μελαγχολώ, να θλίβομαι, να προβληματίζομαι, να περιπλανιέμαι σε χώρους άλλων, εκεί όπου συναντούσα –και συναντάω ακόμη– ανθρώπους που αμοιβαία αλλάζαμε τα τιμαλφή της αγάπης και της φιλίας μας. Ανθρώπους όμορφους, πρόσχαρους, φιλόδοξους, σπάνιους, μοναχικούς, ιδεολόγους, ποιητές, χιουμορίστες, ταλαίπωρους… Αλλά από την άλλη αντιμετώπιζα και μικρόψυχους, εμπαθείς, ενίοτε και υβριστές, από τους οποίους δεχόμουν ανυποψίαστος τα φιλήματα του Ιούδα και τα δόρατά τους.

Με λίγα λόγια κι εδώ είναι, όπως το διατυπώνει ένας φίλος μου, μια μικρογραφία της κοινωνίας μας.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Σερφάροντας στα κύματα των ανθρώπων

Δεν βγάζουν μόνο οι θάλασσες κύματα. Βγάζουν και οι άνθρωποι. Εκεί να δεις κύμα! Μπορεί και οι μέρες μας να είναι, μέρες κυμάτων. Πολλές φορές, στα σχόλια των κειμένων, σηκώνονται κάτι κύματα! Κι αρκετές φορές που έχει τύχει να συναντήσω κάποιον από σας, τους αναγνώστες εννοώ, πάντα η κουβέντα θα φτάσει και σ΄ αυτό το σημείο. Πώς αλήθεια νιώθω; Αν επηρεάζομαι; Πώς το παλεύω; 
Λέω να σας πω μια ιστορία. Όλα ξεκίνησαν εκείνη την ημέρα. Πάλευα με έναν έφηβο. Η εφηβεία κι αν βγάζει κύμα! Και ‘γω ως ανυποψίαστα ανόητη, όπλα-παλάσκες... Χίμηξα με μιας κατά πάνω του. Κύμα πάνω στο κύμα. Σιγά μην τα βγάλεις έτσι πέρα!... Κατάκοπη βγήκα εγώ και μόνο. Αήττητη η εφηβεία. (Μόνο η βλακεία την ξεπερνάει). Την επόμενη μέρα συνάντησα έναν «πολύτιμό» μου. Είπαμε και τι δεν είπαμε. Μετά η κουβέντα πήγε στα παιδιά μας. Και οι δυο τότε, γονείς εφήβων. «Μερικές φορές νομίζω… Πώς να στο πω; Ότι τα παιδιά ξεβράζουν ένα κύμα, που μου είναι αδύνατον να το ταξιδέψω. Με ξεπερνάει. Θεόρατο.
Ξετινάζονται οι αντοχές των νεύρων μου» του είχα πει σχεδόν έντρομη. Εκείνος χαμογέλασε και μου απάντησε καθησυχαστικά. «Δεν έχεις παρά να σερφάρεις πάνω στα κύματα των παιδιών σου. Μάθε να σερφάρεις». Έκτοτε, πολλές φορές θυμάμαι το χαμόγελό του και την κουβέντα του. (Μεγάλη υπόθεση στη ζωή, το συναπάντημά μας με ανθρώπους, με καθησυχαστικό χαμόγελο).
Σερφάρω λοιπόν (ή τουλάχιστον προσπαθώ) πάνω στα κύματα των ανθρώπων. Στους θυμούς τους δηλαδή. Καθόλου εύκολη ισορροπία αλλά έχεις τόσα ν΄ ακούσεις και να μάθεις! Λαλίστατοι οι θυμοί... Όσα λένε στους θυμούς τους οι άνθρωποι!... Ποτέ τους άλλοτε. Θέλει βέβαια εξάσκηση, κουράγιο, θέλει κότσια, αντοχές κι εσωτερική γαλήνη. Θέλει αίσθηση των αποστάσεων... Παίζει να βγεις και με κομμένο χέρι!... Θέλει να ‘χεις κάνει φοβισμένος. Κι ακόμα να είσαι. (Σιγά που δεν είσαι)
Μα να σας πω ένα μυστικό; Κάτι που εμπέδωσα; Ο θυμός μπορεί και να είναι, το αποτυχημένο πάρτι-μασκέ του φόβου.
Και κάτι ακόμα (τώρα που πήρα φόρα)... Όλοι προσοχή αναζητούν και μια αγκαλιά, εν τέλει. Έστω και με απελπισμένα λάθος τρόπο.

Ρέα Βιτάλη 

Υ.Γ Βρε μήπως οι σχέσεις των ανθρώπων είναι πιο απλές απ’ ότι τις λογαριάζουμε;

Διευκρινίζω: το υστερόγραφο είναι της κυρίας Βιτάλη. Απλά για να μην παρεξηγηθώ... Σ.Δ.