Θάταν το πολύ η τρίτη μέρα, που βγάλαμε τον ΠΥΡΣΟ, όταν
σ’ ένα διάλειμμα μ’ έψαχνε ο Γρηγόρης. Έπρεπε μούπε σοβαρός, το απόγευμα την
τάδε ώρα να παρουσιαστώ
στον κ. Γυμνασιάρχη Σταύρο Παρασκευαϊδη. Άδικα ψαχούλευα ώρες το μυαλό μου, σαν
τι να με ήθελε. Διαισθανόμουν όμως, πως θα ‘πρεπε τούτο το τετ-α-τετ, νάχει
κάποιο σοβαρό λόγο. Άρχισα να ανησυχώ!
Φρόντισα φυσικά νάμαι στην ορισμένη ώρα στο
σχολείο κι αφού μάζεψα όλο μου το
θάρρος… Αλλά πριν χτυπήσω την πόρτα του γραφείου, αναγκαστικά για όσους τόχουν
ξεχάσει, θ’ ανοίξω μια παρένθεση.Όπως όλοι θυμάστε, τα χρόνια εκείνα ήταν
Υποδιευθυντής του Α΄ Γυμνασίου μας, μια εικόνα δασκάλου ο Π. Σαμάρας. Αυτό τον
τίτλο όμως συνόδευαν και «ουκ ολίγες» γραφικές υποχρεώσεις (υπηρεσιακή
αλληλογραφία, εγγραφές, μαθητολόγια κλπ.) δουλειές που ως τότε διεκπεραίωνε το «Καμπουρέλ» (2), αλλά δυστυχώς στο μεταξύ είχε
συνταξιοδοτηθεί. Κι ο καλός μας Παναγιωτάκης που έχαιρε την αναγνώριση κι εκτίμηση των συναδέλφων και
διευθυντού- όχι μόνο για τις διδακτικές του ικανότητες μα και για τις
συγγραφικές του επιδόσεις- απέφευγε σαν «το διάβολο το κερί και το λιβάνι»,
τουτέστιν τη γραφειοκρατία του Γυμνασίου και ζήταγε κάποιο θύμα.
Το λοιπόν με δική του εντολή και σιωπηρή συναίνεση του Σχολάρχη
φορτώθηκα σαν δήθεν «καλλιγράφος» να κρατάω απ’ τις αρχές του 1948 τα τεφτέρια.
Έτσι μπαινόβγαινα ελεύθερα στο γραφείο, όπου είχα και μόνιμη καρέκλα στον πάγκο
των καθηγητών.
Σήμερα όμως, μια και δεν γνώριζα τι με
περίμενε, ήταν διαφορετικά. Με κόμπο στο λαιμό χτύπησα συνεσταλμένος ελαφρά.
Καμία απάντηση. Σα να ξεθάρρεψα λιγάκι. Ξαναχτύπησα πιο δυνατά. Σαν άκουσα ένα
κοφτό «Εμπρός», άνοιξα και μπήκα. Ευτυχώς που ο Γυμνασιάρχης βυθισμένος στη
μελέτη κάποιου βιβλίου ήταν κατάμονος στο γραφείο. Χαιρέτισα και στάθηκα τσίτα
μπροστά του. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα σιγής- σωστός αιώνας για την αφεντιά
μου- σαν γύρισε προς τη μεριά μου κοιτάζοντάς με στα σβέλτα πατόκορφα, άκουσα
ένα μονόλεξο «ήρθες». Μόλις και πρόσφατα κάτι να ψελλίσω, είχε σηκωθεί κιόλας απ’ τη θέση του και με πρόσταξε «Πάμε».
Αλλά για πού; Δεν είχα ιδέα. Βγαίνουμε στον
προθάλαμο, τον διασχίζουμε διαγώνια και μπαίνουμε στον αριστερό διάδρομο,
κείνος μπροστά, εγώ στο κατόπι και ξαφνικά φρενάρει μπροστά στον τοιχοκολλημένο
ΠΥΡΣΟ. Τον βλέπω να ματιάζει στη δεύτερη σελίδα πάνω αριστερά όπου και το
ποίημά μου, υπογραμμένο όμως μ’ ένα λίγο – πολύ καλλιτεχνικό ψευδώνυμο.
- Δικό σου είναι; με ρώτησε.
- Μάλιστα κύριε Γυμνασιάρχα.
- Χμ… για διάβασε το.
- Που θα το κατέταζες;
- Στα σονέτα κύριε Γυμνασιάρχα.
- Πώς ξεχωρίζουν απ’ άλλα ποιήματα;
- Είναι δεκατετράστιχα, τα αρχικά δύο τετράστιχα και δύο
τρίστιχα στο τέλος.
-Σε ποιο μέτρο
γράφονται;
- Ιαμβικό.
- Κι ο πέμπτος κι ο ένατος σου στίχος τι είναι;
-Εν μέρει ξώφαλτσοι.
- Κι η ομοιοκαταληξία σου είναι…
- Σταυρωτή
- Ποιος δικός μας έχει γράψει άρτια σονέτα;
- Ο Μαβίλης κι ο Παλαμάς.
- Πρόσθεσε Γρυπάρη και Καρυωτάκη με το «Λυκαβηττό» του.
- Κι απ’ τους ξένους;
- Ο Δάντε κι ο Μποντλέρ.
Εδώ τερμάτισε την προφορική εξέταση με μια
τελευταία παρατήρηση. Η ομοιοκαταληξία του δέκατου τρίτου κουτσαίνει λιγάκι.
Γυρίζοντας στο γραφείο με κάθισε απέναντι του και τότε άρχισε το πρώτο και ύστατο ποιητικό σεμινάριο που παρακολούθησα στη ζωή μου. Εκεί έμαθα πως ο Γερμανός Χάμαν χαρακτήρισε την ποίηση σαν «τη μητρική γλώσσα του ανθρώπινου γένους». Πως η
διαφορά απ’ τις άλλες μορφές του γραπτού λόγου, είναι πρώτιστα δομική. Έφερε
σαν παράδειγμα την αναλογία πομπού με δέκτη. Ο ποιητής εκπέμπει τους συγκινησιακούς του κραδασμούς κι ο αναγνώστης ή ο
ακροατής ταυτίζεται ή όχι με το
περιεχόμενο των στίχων.
Έκανε ο διαχωρισμό ανάμεσα στην επική,
δραματική και τη λυρική ποίηση. Μίλησε διεξοδικά περί αρχιτεκτονικής του στίχου
και των στροφών, τη λεγόμενη Στιχουργική, για να φτάσει σε μια «βασιλική» – όπως τη χαρακτήρισε- μορφή έμμετρου λόγου το ιταλικής
προέλευσης Σονέτο. Οι ρίζες του βρίσκονται στην Σικελία του 13ουαιώνα και μάλλον πρόκειται για ένα είδος ανάπλασης του σημερινούcazlone. Βλάστησε κι ανδρώθηκε
με τη γραφίδα ενός Δάντε και αργότερα του Πετράρχη, πέρασε το 14οαιώνα τα γαλλικά σύνορα με το Μαρότ για να φτάσει στα
πρώτα δύο τετράστιχα το πρόβλημα που τον απασχολεί, για να κάνει με τον ένατο
στίχο, την ονομαζόμενη volta προχωρώντας στη λύση του θέματος, στο τελευταίο στο στίχο όμως
καταθέτει το κεντρικό νόημα, σαν ένα είδος κάθαρσης.
Όση ώρα μιλούσε, σπινθήριζαν τα μάτια,
χόρευε το μουστάκι κι έτρεχε γάργαρος ο λόγος του, μεστός στοχασμό και γνώση.
Ήταν για μένα η πρώτη ακαδημαϊκή παράδοση που έζησα. Όταν τη θυμάμαι σαν νάταν
χθες, κλείνω τα μάτια μου και τον ακούγω και τον βλέπω ολοζώντανο μπροστά μου,
λες και δεν είναι 60 ολάκερα χρόνια περασμένα.
Τον Δάσκαλό μας, με το ευρύ πνεύμα, τους
ανοιχτούς ορίζοντες και το όραμα ν’ αναπτύξει σε μας τα σχολειόπαιδα
δεξιότητες, ικανότητες και κάποιους ταλάντους και χαρίσματα. Τον Παιδαγωγό με
την ασίγαστη βούληση και το μεράκι του ανθρώπου που φιλοδοξούσε να μπάζει στην ελληνική
κοινωνία, όσο γίνεται περισσότερους ακαδημαϊκούς πολίτες με προσωπικότητα.
Καλότυχοι εμείς που τον
γνωρίσαμε!
Δημήτρης
Κεφαλίδης- Γερμανία
Σημειώσεις
1)Αναφέρεται στο Σχολικό Έτος 1948-49 και στις σημειώσεις που κράτησα ευθύς
2)Της «Καλλιτεχνίας»
Δημοσιεύτηκε στη 2ησειρά/τεύχος 3οτης περιοδικής Έκδοσης: «Οι
συμμαθητές θυμούνται….» των
Αποφοίτων Α΄ Γυμνασίου:1948-49 Μυτιλήνη- Νοέμβριος 2007
Σήμερα 21η Μαρτίου
1η ημέρα της εαρινής ισημερίας ξεκινά και κανονικά και η Άνοιξη. Για τον καθένα μας η
Άνοιξη είναι συνδεδεμένη και ταυτισμένη με διαφορετικές εικόνες και αισθήσεις.Κατά πολλούς η πιο όμορφη εποχή!
Η Εταιρεία
Συγγραφέων θέσπισε την Ημέρα Ποίησης το 1998, επιλέγοντας για τον εορτασμό της
την 21η Μαρτίου· ημέρα της εαρινής ισημερίας-αρχή της άνοιξης. Το 2001 η UNESCO, ύστερα από
εισήγηση του προέδρου της Εταιρείας Συγγραφέων πρέσβη Βασίλη Βασιλικού,
υιοθέτησε την «Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης» αναθέτοντας στη χώρα μας να οργανώσει
τον πρώτο διεθνή εορτασμό της.
Γι’ αυτό και σήμερα
τα μέλη της Παρέας συμμετέχουν και χαρίζουν λίγους στίχους…
ΑΝΟΙΞΗ
Εδώ και μέρες τώρα με φλερτάρει
Μα εγώ δεν την κοιτώ
Όχι ό,τι δεν θέλω να της δοθώ
(κάθε άλλο)
Αλλά γιατί κόβω απ’ τα στήθη της ανθούς
Τα ραίνω σε ένα κρεβάτι στους αγρούς
για να ξαπλώσω πλάι της και να της πω:
Πόσο Σ’ΑΓΑΠΩ!
Σπύρος
Δαρσινός
Καλωσόρισμα
Εσένα,
που κάθε χρόνο ανασταίνεσαι, γιορτάζω Άνοιξη.
Με
ξεσηκώνει η γοητεία σου, η ανάδυση της ομορφιάς σου.
Παίρνω
μια χούφτα από σένα και ραίνω την ψυχή μου.
Μουφτάνει…
Στράτος
Δουκάκης
Κανόνας...
Ο κανόνας της ζωής είναι να δίνεις…
Να νιώθεις Αγάπη για τον φίλο σου
κι όταν μπορείς προβλήματα να λύνεις…
Πάνω απ’ όλα είναι μ’ αισιοδοξία να
περπατάς…
Να δέχεσαι στο πρόσωπο τον ήλιο,
να ξέρεις με λεβεντιά τι νιώθεις, τι
λες, που πατάς…