Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Κεφαλονίτικες Απόκρηες.

Κάπως  κόπασαν οι σεισμοί, το κούνημα του νησιού της Κεφαλονιάς λιγόστεψε, οι κάτοικοι άρχισαν να συνέρχονται και μια από τις πρώτες τους δουλιές ήταν να θυμηθούν ότι έχουμε και καρναβάλι. Ένα καρναβάλι στο οποίο το Ληξούρι δίνει από χρόνια τώρα τον καλύτερο εαυτό του.



Έτσι λοιπόν ο Δήμος της Κεφαλονιάς έκαμε την αρχή χτυπώντας «προσκλητήριο»  και ο πρόεδρος της Κοινοφελούς Επιχείρησης Δήμου Κεφαλονιάς ο Άγγελος Κωνσταντάκης έκαμε το ξεκίνημα με ένα χαρακτηριστικό κεφαλονίτικο ποιήμα.

Καρναβάλι στο Ληξούρι.

Κεφαλονίτες είμαστε
τρελλοί και βουρλισμένοι
και από τον εγκέλαδο
είμαστε κουνημένοι.

Δεν μας τρομάζει ο σεισμός
ούτε μας φέρνει ζάλη
Πρώτη και δύο του Μαρτιού
κάνουμε καρναβάλι.

Ο Άγιος Γεράσιμος
ήρθε προστάτης πάλι
σ΄αυτή την κοσμοχαλασιά
το χέρι του να βάλει.

Και το Ληξούρι άντεξε
και όλο τ΄Αργοστόλι
μαζί με την Κεφαλονιά
Ειν΄η Ελλάδα όλη.

Το χάσμα π΄άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγέμισ΄άνθη
Κι΄αν το εμβατήριο λέει η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει
Εγώ θα συμπληρώσω Η Κεφαλονιά ποτέ δεν πεθαίνει.






Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

ΦΕΥΓΩ

Ο φίλος Στράτος έγραψε εντυπωσιακά λόγια για το «Φεύγω» το οποίο δημοσιεύτηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2014 στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, Νέας Υόρκης
Επειδή πολλοί από εσάς δεν βρίσκεται την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, αναδημοσιεύω το κείμενο αυτό στο Μακρινοί Αντίλαλοι  






                                      Ηφαίστειο στη Λίμνη Ατιτλάν, Γουατεμάλα 

                                                      ΦΕΥΓΩ
Πρέπει να φύγεις, στα Μαρκάτα Πυλάρου Κεφαλληνίας δεν  υπάρχει μέλλον.
Μα γιατί; Άσε τουλάχιστον να μεγαλώσω;
Τότε θα είναι αργά.
Που να πάω;
Σε  άλλη γη,  σε άλλα μέρη, εκεί όπου γεννώνται τα παραμύθια, αυτά που άκουγες μικρός. Έχουμε αποδείξεις κοίτα και μόνος σου πόσο καλοθρεμμένοι είναι αυτοί που έρχονται απ’ έξω, αυτοί που γυρίζουν, φορούν γραβάτες έχουν ρολόι με καδένες, μασούν τσίκλα!
 Πως θα πάω;
Καβάλα στη θάλασσα.
Ώστε έτσι ε! τότε να φύγω. 
Η θεια μου πετάχτηκε από μια γωνιά.  Και να  μας γυρίσεις πλούσιος.
Κανένας δεν σκέφτηκε  ποτέ αν θα με ξανάβλεπαν, ότι είμαστε θνητοί.  
Στα πρώτα μου  βήματα ήμουν απελπιστικά  μόνος, έκλαιγα κρυφά, κάποιος με είδε με μαρτύρησε. Απόρησαν!!  με ρώτησαν γιατί έκλαιγα;
Τι να απαντήσω, σάμπως θα καταλάβαιναν;
-Φεύγω, γεια σας.
                                               *
Που πας;
Μα στη γη της επαγγελίας.
Όχι μην φύγεις, μην πας είναι όλα ψεύτικα, θα το μετανιώσεις. Μάρτυράς  μου  μια γλάστρα με βασιλικό μας έστελνε μια θεϊκή μυρωδιά, μέσα απ τη φτωχική αυλή, του φίλου απ τ’ Άγραφα, κάπου στα προσφυγικά στην Καλλιθέα.
Μα μου έχουν πει να κυνηγώ το  μονοπάτι του ήλιου μόλις φτάσει στη δύση του εκεί θα βρω μια πλούσια ζωή.
Ψέματα σου είπαν, μην φύγεις.
                                               *
Είσαι ανεπιθύμητος, στην ξένη γη, να φύγεις, είσαι υπό κράτηση.
Γιατί;  Δεν  έκανα τίποτα,
Δεν έχεις νούμερο,
Σκέφτηκα αυτούς με τα τατουάζ του πολέμου που είχαν νούμερα στα χέρια, τυχερός που δεν έχω.     
Α! ώστε με διώχνεται; 
Ναι τώρα αμέσως, μάζεψε τα ρούχα σου.
Μα δεν έχω τίποτα. Τότε ανέβα στο τζιπ.
                                               *         
Η Αβάνα,   
 Η Εύα με έμαθε να έχω εμπιστοσύνη στον εαυτόν μου, μου εξύψωσε το ηθικό «το χρειαζόμουν» με πρόσεχε σαν να ήμουν ο άγγελός της.  
Η Αλίσια με σύστηνε σε φίλες τις,  προσπαθούσε να μου μάθει την κοινωνία, πίνοντας ρούμι, διασκέδαζε μαζί μου με την ατολμία μου. 
Η Αιμιλία προσπαθούσε να με μάθει  ρούμπα  στο κλαμπ  21,
-Γεια σας φεύγω.
Η  Κάρμεν σε ένα χωριουδάκι στην Κούβα με έπιασε απ το χέρι και με πήγε στην εκκλησία, πιτσιρίκοι και οι δυο κοιτάζαμε τα θεία, με σύστησε στον πάτερ… αυτός με ονόμασε σχισματικό δεν ξέρω τι σκεφτόταν:
-Γεια σου,  φεύγω,
-Θα μου γράφεις; 
Στα λιμάνια λάβαινα  γράμματα  από την Ιουδίθ απ το Μεξικό,  ήταν φιλόλογος προσπαθούσε να μου μαθαίνει για τους κήπους του Χοτσιμίλκο, για το παλάτι των καλών τεχνών, κι ένα σωρό άλλα ποιητικά χαρίσματα.
Η Τράουδη στο Αμβούργο  με πήγε περπατώντας στο βαπόρι, στο δρόμου μου εξηγούσε γιατί στην είσοδο του λιμανιού παίζουν τον Εθνικό ύμνο κάθε  πλοίου που μπαίνει στο λιμάνι.
Στο  Ρότερνταμ Ολλανδίας, εκεί μας έφαγε το Κάντετραχτ, ήταν γεμάτο ξέμπαρκους ναυτικούς, τα βράδια λες και βρισκόσουν  στον Πειραιά.
Ο ινδικός ωκεανός είχε μουσώνα,  μας χόρευε, μα  και αυτή η μυρωδιά  των κατοίκων ρώτησα τι είναι; λάδι καρύδας μου απάντησαν, με αυτό αλείφουν τα σώματά τους στην  Ινδία και στο Μπανγκλαντές.  Άλλο πάλι τούτο, λευκός απαγορεύεται να έχε σχέσεις με ντόπια, Σινγαλέσα ή Ταμίλ, Κολόμπο Σρι Λάνκα. 
-Φεύγω!                                              *
Όχι δεν άρεσα της μάνας της στην Κόσταρικα, το κορίτσι υπάκουσε, έφυγε αυτή.
Μα κι αυτό το Ρίο της Βραζιλίας, ε! εκεί ήταν  η Ρίτα, η Φανή και άλλες…
Στην Μπαρανκίγια Κολομβία, κάθε γωνία και μοδιστράδικο, η γη του Γαβριέλ Μάρκεζ…
Στην Βενεζουέλα βρήκα την πιο άσχημη γυναίκα, όμως ήταν ένας θησαυρός.
Η  άλλη στην Ονδούρας με περίμενε να ζήσουμε μαζί.
- Όχι,  φεύγω.
Μετά παντρεύτηκε, με φώναξε, να πάω να με δει:
-Όχι φεύγω, μετά κάηκε σε πυρκαγιά.  
Στην Γαλλία η Μονίκ, μα και  η αλγερινή χειρομάντης στη Χάβρη,  αυτή που επέμενε να μου πει την τύχη μου! σήμερα λέω ότι τότε είχε πετύχει, μάντεψε  την αλήθεια.
-Γεια σας φεύγω.                                           *
 Ο  Παναμάς  πλημύρα αγαθών από το  ότι γυρεύει  ο ναυτικός,  η ζώνη του καναλιού με τις  duty free πραμάτειες,   οι περιπέτειες η μια μετά την άλλη,   αλλά δεν γίνεται να γράψω για όλες, θα χρειαζόταν ένα χοντρό βιβλίο και μετά είναι τόσο δύσκολο να γίνεις πιστευτός;   
Δεν με εντυπωσίαζε τίποτα.  Νέος δεν ήξερα τι ήθελα, όλα είχαν να κάνουν με  γυναίκες  έλεγα φεύγω, εκατοντάδες,  φορές.
 Δυο αλλαξιές ρούχα κι ένας σάκος ήταν όλη μου η περιουσία, μια περιπέτεια  η ζωή, για 14 χρόνια έτρεχα, έφευγα, χανόμουν, θα ξανάρθεις, ίσως ναι, ίσως ποτέ, γράμματα ερχόταν, μέσα τους μύριζε η ελπίδα, θα ξανάρθεις;    
-Όχι, φεύγω.                                      *
Πως αλλάζει η ζωή, σήμερα γκρεμίστηκαν όλα αυτά, έχασα την σύνδεσή τους, προσπαθώ λυσσαλέα να πίσω τον εαυτόν μου, ότι όλα αυτά ήταν μέρος της ζωής μου, δε βαριέσαι τίποτα, λέω να φύγω, να χαθώ, μα δεν γίνεται, κοιτώ γύρω μου,  απελπίζομαι, σταμάτησαν να με ρωτούν:  θα  ξανάρθεις;
Όχι τώρα δεν φεύγω πια, αλλά κλαίω  γιατί έφυγα, από Ελλλάδα.

υ.γ. 
Η Φωτογραφία του βαποριού αυτού με το όνομα ΑΙΝΟΣ με βάση τη Νέα Υόρκη σημαία Παναμά, εμπαρκάρησα από ΝΥ 29 Φεβρουαρίου 1952 κι εξεμπαρκάρησα 20 Ιουνίου 1955 στην Νέα Ορλεάνη.
Ήταν γεμάτο με νεολαία, κανονικά θα έπρεπε να ονομάστεί Άγιος Σώστης γιατί σε αυτό εύρισκαν καταφύγιο όλη η νεολαία της Ελλάδας αυτή όπου ζητούσε ένα καλύτερο αύριο, ακόμη και αυτοί οι οπίοι παντρευόταν με αμερικανίδες κι έπρεπε να φύγουν να καταθέσουν τα χαρτιά τους σε μια πρεσβεία έξω από τις ΗΠΑ.
Ήταν μια ζωή περιπετειώδη αλλά ευτυχισμένη, με γλέντια  και κουβάνικες αγκαλιές.
μια ζωή που με δίδαξε πολλά, πάρα πολλά. 

Ένα άλλο, πάντα είχα αυτή την μανία να έχω την πένα στο χέρι και να γράφω, ακόμα και να κρατώ ημερολόγιο απ την ημέρα που έφυγα απ την Ελλάδα, 1950, μετά αφού μπόρεσα κι αγόρασα φωτογραφική μηχανή τύπου φυσαρμόνικας, άρχισα  να αποθανατίζω στιγμές από όλο τον κόσμο.
Όλα αυτά τα έσερνα μαζί μου, σε όλες τις πατρίδες του κόσμου, ως ενθύμιον ή ταυτότητα του εαυτού μου, οπότε υπάρχουν μέχρι σήμερα, τα ξαναδιαβάζω, και ξέρω πως ξεκίνησα...    


Γαβριήλ Παναγιωσούλης     
------------------------------------------------------------------------------------------------------------







Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Ένα τρισάγιο για το σκύλο.

Και κάτι για να γελάσουμε λίγο.
Μια φορά κι΄έναν καιρό σε μια φτωχική γειτονιά της Νέας Υόρκης, ζούσε  ένας Έλληνας, ο Μήτσος που είχε ένα μικρό εστιατόριο. Πάνω από το εστιατόριο ήσαν δυο δωμάτια όπου έμενε ο Μήτσος  με μοναδική συντροφιά του τον αγαπημένο του σκύλο, τον Σταύρο.
Μια μέρα ο σκύλος ψόφησε – καλύτερα να πούμε πέθανε – κι΄ο Μήτσος επισκέφτηκε τον παπά της ενορίας του και τον ρώτησε.
-Πάτερ μου. Ο σκύλος μου ο Σταύρος πέθανε. Μπορείς να διαβάσεις ένα τρισάγιο για το φτωχό το σκύλο μου που τον είχα σαν παιδί μου;
Ο παπά – Νικόλας έξυσε με αμηχανία το κεφάλι του.
-Τέκνον μου Μήτσο, του λέει, φοβάμαι πως όχι. Η εκκλησία μας δεν έχει θρησκευτικές υπηρεσίες για τα ζώα. Όμως εδώ, πάρα κάτω, είναι μία καθολική εκκλησία. Πιθανόν αυτοί να έχουν κανένα τρισάγιο για ζώα.
-Εν τάξει πάτερ μου. Πάω αμέσως, λέει ο Μήτσος. Και δεν μου λες; Νομίζεις ότι 5.000 δολάρια είναι αρκετά να τους δώσω για την εξυπηρέτηση;
Κι΄ο παπά – Νικόλας  πετάγεται πάνω.
-Κύριε ελέησον, κύριε ελέησον, έλα Χριστέ μου. Βρε Μήτσο μου. Γιατί τόση ώρα δεν μου έλεγες ότι ο σκύλος σου ήταν χριστιανός ορθόδοξος;



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Διέξοδος η σιωπή…

Διέξοδος η σιωπή… 
και η αβάσταχτη υπομονή της…

Χίλιες φορές λυπήθηκα κι άλλες τόσες μετάνιωσα, για… όσα είπα.
Για όσα κράτησα τη σιωπή μου, πιστέψτε με, δεν μετάνιωσα… Ποτέ!
Γι’ αυτό μερικές φορές δίνω σπρωξιά στο λόγο…

*
Μια φράση σου ξέφυγε, τότε… κι ήταν:
«Βάλε φραγή, στους ανεπιθύμητους εισβολείς.
Απενεργοποίησε τα συναισθήματα»…

*
Θέλω να ξέρεις πως:
Από συμπεριφορές που με πλήγωσαν μόνο την αγάπη θυμάμαι.
Μ’ αυτή συμπληρώνω τον μονόλογο της ζωής μου.

*
Στις ανορθόγραφες στιγμές της σιωπής,
αυτό που περιμένω είναι το αναπόφευκτο της απουσίας…
Στη σκέψη μου Εσύ
Στην καρδιά μου η Απουσία (Σου)

*
Με τις σιωπές της φωνής σου
γεμίζω αυτές της καρδιάς μου…
Μου λείπει, θέλω να ξέρεις, αυτή η φλυαρία της σιωπής.
Μου λείπει…
«Κράτα, τουλάχιστον, όσο μπορείς, τον ήχο της…», μου λες…
«Κράτα τα προσχήματα…»

*
Οι ματιές μας σμίγουν στο αντιφέγγισμα της σιωπής…
«Στην ανείπωτη σιωπή σου, ανιχνεύω στιγμές της ευτυχίας μου»…
Κι αυτές, αλίμονο, κρατάνε τόσο λίγο…

*
Να ’ξερα, ποιος κανονίζει τη σκέψη σου;
Ποιος διαφεντεύει τη μοναξιά σου;
Εν πάση περιπτώσει…




Από τη Συλλογή μου: «Φραγμέντα»

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Μην ξεχάσεις ποτέ ! ! !



Προσπάθησε στη ζωή σου
να μην ξεχάσεις ποτέ 
τρία είδη ανθρώπων.


Αυτούς που σε βοήθησαν στα δύσκολα.



Αυτούς που σε άφησαν στα δύσκολα.



Αυτούς που σε έφεραν στα δύσκολα.