Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2007

Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ

Αγαπητοί φίλοι, για να σπάσει η μονοτονία των ποιημάτων έγραψα κι ένα πεζό, με Κεφαλλονίτικους ιδιωματισμούς, έτσι για την γνησιότητα του κειμένου!!!!!!!!!
1) πικιόνι= κύπελο
2) φίσουνας=χαρταετός
3) πορτόνι= πόρτα αυλής
4) καραμπάνα= παιχνίδι με ενα πόδι, κουτσό
5) βίσαλο= κομμάτι κεραμίδι...

Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Νέα Υόρκη

Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ

Μαλλί μακρύ, μαύρο, αχτένιστο, ίσιο λιγδερό που έφτανε μέχρι τους ώμους, γυάλιζε από τη λαδιά της απλυσιάς, ένα σακάκι άχρωμο, φαινόταν καφετί, κάτι σαν λασπόχρωμα, από την πολυκαιρία η φόδρα είχε ξεφτίσει, το αεράκι φυσούσε και χάιδευε τα ξελουρίδια της φόδρας, που κρεμόταν, σα να ήταν τριζόνια φίσουνα που πετούσαμε με σπάγκο βενέτικο κερωμένο από κερί μέλισσας.
O γείτονας μου αδιαφορούσε για τα πάντα, υπήρχε μόνο γιατί γεννήθηκε.

Φορούσε το σακάκι μόνο απ’ το ένα χέρι, το άλλο μανίκι κρεμότανε σα να βάραινε και τραβούσε προς τα κάτω τη γυρτή του πλάτη, πρόσωπο ηλιοκαμένο, με αραιές τρίχες εδώ κι εκεί, στο χέρι που φορούσε το μανίκι κρατούσε ένα άδειο πικιόνι, με το άλλο χέρι χτύπησε το τσίγκινο πορτόνι της αυλής.
Εκείνη τη στιγμή χάραζα στο χώμα της αυλής μ’ ένα ξυλάκι το σχήμα μιας καραμπάνας, είχα βρει και αμάδα από βύσαλο, περίμενα τ’ αδέλφια μου να παίξουμε, όταν ακούστηκε χτύπημα στο πορτόνι.

Μικρό παιδάκι έτρεξα ν’ ανοίξω, μου πρόβαλε το πικιόνι, χωρίς μιλιά, μετά είπε
-Τσάι…
-Πήρα το πικιόνι κι έτρεξα στη μάνα μου
Του έκλεισα το πορτόνι, τον έκρυψα από τα μάτια μου, για να μην του πέσει και καμιά ψείρα. Έτσι είχα ακούσει απ’ τους μεγάλους, να λένε.
Όρθιος περίμενε απ’ έξω, δεν τόλμησε να μπει στην αυλή, μου φάνηκε σαν ένας ασκητής, αυτούς που σκοπό τους έχουν ν’ αγιάσουν, για να τους προσκυνούν οι άνθρωποι.
Η μάνα μου γέμισε το πικιόνι τσάι, του το έδωσα, δεν μίλησε.
Απελευθερωμένος απ’ την σκλαβιά της ύλης το πήρε και τράβηξε για τη φωλιά του, ένα πέτρινο πεζούλι στην αυλή του σπιτιού, κάτω από μια μισο-ξηραμένη περγουλιά εκεί που δεν έφτανε ο ίσκιος του κυπαρισσιού, όπου πάνω του λαλούσαν μόλις σουρούπωνε οι γκιώνηδες…
Δεν ξέρω αν έβλεπε ποτέ του όνειρα, μα αν έβλεπε πως θα ήταν;
Θα πρέπει τα όνειρα του νου του να ξέφευγαν απ’ τα όρια της Πυλάρου σ’ ένα παγκόσμιο φανταστικό κόσμο υπαρξισμού όπου θα συναντιόταν κάνοντας παρέα με τον Γάλλο συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ, ψάχνοντας να βρουν τον σκοπό της ύπαρξης του ανθρώπου πάνω στη γη.

* Copyright January 2007 by: Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2007

Της Γιώτας Στρατή *

ΔΥΟ ΝΕΚΡΟΙ ΣΤΗΝ ΓΗ ΤΟΥ ΤΙΓΡΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΥΦΡΑΤΗ
(Γράμμα σ' ένα μισθωτό στρατιώτη, στο Ιράκ)

Με τα χείλη διψασμένα, όπως τη Γη που πατάς
και φλογισμένη την σκια σου ανέχεται
-τη γη του Τίγρη και του Ευφράτη όπου πλημμύρες εγκυμονεί
και ποτέ δεν σε δέχεται,
έρημος άκαρπη η δική μου αγκαλιά τώρα μένει
και σε προσμένει.
Με τα χέρια ανοιγμένα σαν σε σταυρό αθώρητο,
θωρώ έναν ήλιο καυτό, ανελέητο,
έναν ήλιο ασυγχώρητο,
να σφυροκοπάει τις άνυδρες μέρες μου
και να σε λιώνει στις πνιγηρές νύχτες,
όπου οι σκέψεις γυρνούν ακατάπαυστα, ωσάν τρελοί ανεμοδείχτες.
Στο λίγο θρόϊσμα του βοριά, την πόρτα τρέχω ν' ανοίξω,
στο κάθε σύννεφο του νοτιά αμίλητη τους λυγμούς μου θα πνίξω.
Κι ενώ πεθαίνω στο βάρος του χωρισμού, και λίγο ανασταίνομαι
στο μακρινό της φωνής σου άκουσμα "... κάνε κουράγιο, έρχομαι..."

για σε, που συνεστιάζεσαι με τον Θάνατο, συνομιλείς με το Θάνατο,
που λες κλείνεις τα μάτια και μ' ονειρεύεσαι, ξεγελώντας τον Θάνατο,
εγώ, π' αρνούμαι ν' ακούσω πως, δήθεν, ερωτοτροπείς με τον Θάνατο,
πες μου, πως θα κοιτάξω τα μάτια σου π' ολημερίς εκείνος ταλάνιζε;
πως θ' αγκαλιάζω το σώμα σου που μόν' εκείνος αγκάλιαζε;

Πως θα διώξω τις εικόνες φρίκης απ' του νου σου τα βάθη;
στις πτυχές της καρδιάς σου, πως θα σβήσω τα λάθη;
Πως θα δέσω το είναι μου με σένα που έμεινες πίσω;
Πως, όταν βρίσκεσαι πλάϊ μου, ήδη νεκρός, θα σε θρηνήσω;
Κι ας αλώβητος γύρισες, του Τίγρη τ' άγριο μάτι
με τα φαντάσματα του εύφορου, του ματωμένου Ευκράτη,
θα στοιχειώνουν τη μνήμη μας, θα ρουφούν την ψυχή μας,
θα κυοφορούν την Εκδίκηση στη σαθρή ύπαρξη μας...
Πες μου, πως διορθώνεται λογική ισοπεδωμένη
αφού η Πίστη αλλαξοπίστησε και μόνο ο Πόλεμος μένει;

Αν θάρθεις ζωντανός-νεκρός, μη τρομάξεις, καρδιά μου.
Κοιμητήρι απάνεμο θα σε δεχτεί η αγκαλιά μου.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2007

Στο Γαβριήλ, το ζωγράφο της ζωής.

Αν ήσουνα ζωγράφος θα ζωγράφιζες μέλισσες, πεταλούδες,
εκείνες είναι πινελιές στο παζλ της ζωής.
Θα ζωγράφιζες αγριολούλουδα, εκείνα σε οδηγούν στο μονοπάτι του ήλιου,
το γνωρίζουν, είναι η ανάσα της ζωής τους.
Αν ήσουνα ζωγράφος , θα ζωγράφιζες
αυτόν που βλέπεις μέσα στον καθρέφτη σου
και θα κοίταζες το μεγαλείο της καρδιάς σου.
Αν σου έλειπε αγάπη, την εισέπραξες αυτήν την ημέρα
με τα μηνύματα που μίλησαν και είπαν:
« Δεν σου λείπει, την έχεις κερδίσει και δε σ’ αφήνει »
Το αφιέρωμά σου, δεκτό.
Το άστραμμα του ουρανού,
μας έστειλε ιερό φως και σε είδαμε κοντά μας.
Ένα καντιλάκι, στο εικονοστάσι του ουρανού,
θα είναι πάντα αναμμένο και με λάδι γεμάτο!
Όμως λες, πως δεν είσαι ζωγράφος, μα ένας απλός άνθρωπος.
Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος ζωγράφισε στο νου,
εικόνες και γράμματα και βλέπεις το αποτέλεσμα.
Τι κι αν δεν ξέρεις να κρατάς πινέλο στο χέρι,
ξέρεις να κρατάς τους πάντες γύρω σου
και να μοιράζεσαι μαζί τους ότι δικό σου.
Το λόγω σου και του νου σου τα γεννήματα.
Η γαλάζια κορδέλα με το ευχαριστώ σου,
πέρασε στις συνειδήσεις, και έδωσε γεύση γλυκιά.
Οι σκέψεις θα είναι πάντα κοντά στο ΦΙΛΟ τον χρειαζόμαστε.
Είναι είδος προς εξαφάνιση.
να είσαι καλά Γαβριήλ και
Σε ευχαριστώ που με θεωρείς φίλο.


Δημήτρης Γ. Ζαχαρόπουλος

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2007

Μπουμπούκι

ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙ
Απ' το ιερό φυτό των Μάγια
το λευκό και κίτρινο καλαμπόκι,
δειλά, ξεφύτρωσε,
το μπουμούκι της αγάπης.

Καράβι αγκυροβόλησε,
μπρος το κλειστό μπουμπούκι,
ο ναυτικός το μύρισε
κι άνθισε λουλούδι.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2007

ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ

Η ανάσα της φάλαινας
ακουγόταν σαν τη
βουτιά της πλώρης
σε φούσκοθαλασσιά.

Τα χελιδονόψαρα πετούσαν
στην κουβέρτα ξεψυχούσαν.
Τα δελφίνια τούμπες κάναν,
Απ’ την πλώρη μας περνούσαν.

Η άχνη της αρμύρας
στα χείλη μου επάνω.

Ο γαλάζιος ορίζοντας
μου χάριζε τον ήλιο.
Η αγκαλιά των λιμανιών
κοπέλες της μιας νύχτας.

Τα απόνερα την προπέλας
έγραφαν τα πλάτη και τα μήκη.
Οι πολύχρωμες παντιέρες
τις ανθρώπινες κουλτούρες.

Η σφυρίχτρα εν πλω
το καρδιοχτύπι του πούσι.
Η γαλακτώδης θάλασσα
το φόβο της φουρτούνας.

Το καμπανάκι
της σκάντζα βάρδιας,
ναυτική αδελφοσύνη.

Μέσα σε αυτά μεγάλωσα,
από παιδί έγινα άνδρας.
Όλα αυτά τα αντάλλαξα,
για το φιλί μιας γυναίκας.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Πόσο αξίζει το φιλί μιας γυναίκας

ΥΜΝΟΣ

Αυτό το πρωί
υπάρχει στον αέρα μια απίστευτη ευωδιά
απ’ τα τριαντάφυλλα του παραδείσου.
Εις τις όχθες του Ευφράτη
ο Αδάμ γεύεται τη δροσιά του νερού.
Χρυσή βροχή πέφτει από τον ουρανό
είναι η αγάπη του Δία.
Πηδά από τη θάλασσα ένα ψάρι
κι ένας άνθρωπος από το Αγρικέντο θα θυμηθεί
ότι αυτός ήταν το ψάρι.
Στη σπηλιά που τ’ όνομα της θα είναι Αλταμίρα
ένα απρόσωπο χέρι χαράζει τις καμπύλες
της ράχης ενός Βίσονα.
Νωθρό το χέρι του Βιργιλίου χαϊδεύει
το μετάξι που έφεραν
απ’ το βασίλειο του Κίτρινου Αυτοκράτορα
τα καραβάνια και οι σκούνες.
Το πρώτο αηδόνι κελαηδά στην Ουγγαρία
Ο Ιησούς βλέπει στο νόμισμα το προφίλ του Καίσαρα
Ο Πυθαγόρας αποκαλύπτει στους Έλληνές του
ότι η μορφή του χρόνου (κόσμου) είναι κυκλική.
Σ’ ένα νησί του Ωκεανού
τ’ ασημένια σκυλιά κυνηγούν τα χρυσά ελάφια.
Σ’ ένα αμόνι σφυροκοπούν το σπαθί
που θα είναι πιστό στον Σιγκούρδ.
Ο Ουίτμαν τραγουδά στο Μανχάταν.
Ο Όμηρος γεννιέται σε εφτά πολιτείες.
Μια κοπέλα κατάφερε κι αιχμαλώτισε
το λευκό Μονόκερο.
Όλο το παρελθόν ξανάρχεται σαν ένα κύμα
και τ’ αρχαία συμβάντα ξαναζούν
γιατί σε φίλησε μια γυναίκα.


(Ποίημα του Αργεντινού ποιητή Χόρχε Λουίς Μπόρχες 1899-1986
Από το έργο του -Ο Γρίφος- 1981
Από το βιβλίο – Ανθολογία Ισπανοαμερικανικής ποίησης, 1914-1987
Εκλογή και πρόλογος Χοσέ Ολίβιο Χιμένεζ
Εκδοθέν στη Μαδρίτη 1933


* Μετάφραση, Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Το παράπονο του γαϊδάρου

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΓΑΪΔΑΡΟΥ

Μες στο παχνί του στάβλου, τ’ άδειο από ζωή
από ένα γάιδαρο που κλαίει, πονάει και βογκά
ακούγονται παράπονα και αναστεναγμοί
και το Θεό παρακαλά, το θάνατο να βρει

Πόνοι αβάσταχτοι, φριχτοί και δυνατοί
σ’ όλα τα κόκαλά του και σ’ όλο το κορμί
πληγές πολλές στα γόνατα, ως και στα πισινά του
στο σβέρκο, στα πλευρά ακόμα και στ’ αυτιά του

Συλλογισμένος, σκεφτικός, τα λάθη του γυρεύει
ποια να ’ταν, τάχα, που ’καναν τ’ αφεντικό τρελό;
Του γάιδαρου φτωχό μυαλό αρχίζει να σαλεύει
μεγάλα τα παράπονα κι ο πόνος τον τρελαίνει

Πολύ ξύλο του έριξε τ’ άπονο αφεντικό του
βιτσιές που του πονέσανε ως και το λογικό του
κι όπως ο δόλιος πάσχιζε το βήμα να ταχύνει,
κάτω στο χώμα έπεσε απ’ την πολύ βιασύνη

Κι άλλες βρισιές, κλωτσιές, έφαγε στη στιγμή
κι απ’ το πέσιμό του έβγαλε μια κραυγή
δυσβάσταχτος ο πόνος του από το γόνατό του
όπου το εστραμπούλιξε με τον αστράγαλό του

Κουτσά, στραβά σηκώθηκε, βόγκαγε το κορμί του
κι από τα μάτια τα θολά τρέχουν τα δάκρυα βρύση
μπροστά ο δόλιος και πονά κι ο κύρης του όλο βρίζει
και το Θεό παρακαλά στη στράτα αυτή να σβήσει

Κι έφτασε το σούρουπο στο στάβλο πεθαμένος
τα τραύματά του σκέφτηκε κι αύριο, πώς θα δουλέψει;
Τ’ αφεντικό του τ’ άσπλαχνο, μήτε που θα σαλέψει
μα, οι πληγές που τ’ άνοιξε ποιος θα του τις γιατρέψει;
Ανίσκιωτος και πάντα μοναχός τη μοίρα καταριέται
την περιφρόνησή του έντονα όλο να συλλογιέται
κοιτά δεξιά, κοιτά ζερβά κουνάει την ουρά του
κάμποσες μύγες προσπαθεί να διώξει απ’ αφτιά του

Κάψα μέσα στα σκότια του κι η δίψα τον τρελαίνει,
και η κοιλιά του αδειανή κι η πείνα τον πεθαίνει
κουτσά-κουτσά στην άλλη τη μεριά, νερό πάει να πιει
κοντά να φάει και μια μπουκιά μπας και καρδαμωθεί

Και να, σ’ ένα κουβά σκύβει αργά λίγο να δροσιστεί
πίνει νεράκι κι έσβησε δίψα, καημούς και πόνους
και το κεφάλι του ψηλά σήκωσε ψάχνοντας για να βρει
τον παντοδύναμο Θεό, παράπονα να πει

Πέρασαν κάμποσες στιγμές και στέγνωσε το δάκρυ
φταρνίστηκε δυο τρεις φορές κι οι μύτες καθαρίσαν
κι όλες του οι κλειστές χορδές άνοιξαν και ηχήσαν
κι ένα μακρύ παράπονο απλώθηκε στα μάκρη

Κι εκεί ο ήλιος που έγερνε τον άκουσε κι εστάθη
ποιο να ’ταν το παράπονο, που μαρτυρούσε πάθη;
Και να, στον άνεμο και στη βροχή με μιας δίνει εντολή
κι όλα τ’ αστραποπελέκια να μπούνε στη γραμμή

Τρόμος, φωνές και πανικός σε όλο το χωριό,
φύλλα, κλαριά και χώματα έφερνε ο αγέρας
και η βροχή με αστραπές να σέρνει ένα χορό
τον τρόμο τους οι χωριανοί να διώχνουν με σταυρό

«Μπαμ!» απ’ εδώ, «μπουμ!» και «κράου!» από κει
κι όλοι οι γαϊδάροι του χωριού γκαρίζουν με οργή
τους κύρηδες θυμήθηκαν που ήτανε σκληροί
μουλάρια, σκύλοι κι άλογα, παίρνουν συμμετοχή

Χλιμιντρίσματα, γαυγίσματα, βελάσματα πολλά
σ’ όλους τους στάβλους του χωριού γινόταν χαλασιά
βόδια, κοκόρια, ως και γατιά βρήκαν την ευκαιρία
κι όλα μαζί να μαρτυρούν τ’ ανθρώπου αχαριστία

Χαντάκια και νεραυλακιές γίνονται σαν ποτάμια,
κι ακροβατώντας ο άνεμος ξαπλώνει τα καλάμια
στέγες πετάει καταγής, ξηλώνει τα καλύβια
και οι σφοδροί αστραποκεραυνοί ουρλιάζουνε σα λάμια

Σταμάτησε κι ο γάιδαρος αμέσως τις φωνές
ποτέ δεν έτυχε να δει μεγάλες ταραχές
κοιτάζει πάλι το Θεό και κάνει προσευχή
και τα νερά να πέφτουνε πάνω απ’ τη σκεπή

Τα χείλη γλύφει με χαρά τους πόνους του ξεχνά
κι εκεί που ετοιμάζεται να βγάλει μια φωνή
έξαλλος φτάνει ο κύρης του, τη λύσσα του ξερνά
μίσος τρέχει απ’ τα μάτια του και άγρια φυσά

«Γαϊδούρι, ξεσαμάρωτο, παιδί του σατανά,
ανάθεμά σε, άχρηστε, που τρόμαξες όλα τα ζωντανά
μα, τώρα θα σου δείξω εγώ, βρε παρακατιανό,
θα σε σκοτώσω διάολε, γαϊδούρι ελεεινό»

Ξύλο χοντρό στα χέρα του αρπάζει ξαφνικά
κι αρχινά τον γάιδαρο να δέρνει μανιακά
στις πλάτες και στα πόδια του του κάνει μελανιές,
μέχρι που αυτός γονάτισε, κλαίει ξανά, βογκά

Κι όπως το ξύλο σήκωσε να τον ξαναχτυπήσει
μια λάμψη άστραψε με μιας, μαζί και μια βροντή
κι ένα δοκάρι απ’ τη σκεπή κόβεται σαν κερί
τον κύρη κατακούτελα πέτυχε στη στιγμή

Βογκάει τώρα ο κύρης του και είναι πλακωμένος
κι ο γάιδαρός του τον κοιτά με τρόμο, ο καημένος,
τι να’ ναι τούτο το κακό και είναι ξαπλωμένος;
Αίμα τρέχει απ’ τον κύρη του κι είναι πια παγωμένος

Κουτσά στραβά σηκώθηκε, βογκούσε τρομερά,
έξω απ’ το στάβλο βρέθηκε στην έναστρη νυχτιά,
με φόβο γύρα κοίταζε πως φεύγαν τα στοιχειά
κι ένα αγέρι ελαφρύ του χάιδευε τ’ αφτιά

Όλα σταμάτησαν με μιας, βροχή, αγέρας, κεραυνοί
και τα νερά τα ορμητικά κοπάσανε με μιας
δίπλα του ο σκύλος φίλος του πηδάει στη στιγμή
και του γάιδαρου τις πληγές κοιτάζει με στοργή

Του έγλυψε τα πόδια του, τον κοίταγε στα μάτια,
τόσες πληγές ο φουκαράς και πώς θα γιατρευτεί;
Ποια να του πρωτογλύψει, με ποια θε να πιαστεί;
Πώς θα φορτώσει ο κύρης τους στις πλάτες την αυγή;

ΑΠΟΛΛΩΝ 10.03.1995
Από η συλλογή «Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή » 1998

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2007

Η καρδιά μου, η τσιγγάνα...

Ω! Μη κοιτάζετε πλέον το βαρύ μέτωπό μου,
απ' ασήκωτο σύννεφο την βροχή προμηνύει.
Ειν' το βάρος των χρόνων που λυγίζει τους ώμους,
είν' τα ίχνη βημάτων που σαστίσαν στους δρόμους.

Ειν' το φάσμα ονείρων όπ' ατέλειωτα μένουν
στα μεγάλα συρτάρια και το φως περιμένουν.
Μη κοιτάζετε άλλο το σκυφτό πρόσωπό μου.
Το μοιράστηκ' ο χρόνος, το χαράκωσ' η θλίψη.

Μαραθώνιος το δάκρυ τη χαρά να συνθλίψει.
Όποια αγγίζω ρυτίδα, ποταμός ειν' που τρέχει
την ανείπωτη πίκρα, που σφραγίδα δεν έχει.
Την ψυχή μου κοιτάξτε που συχνά δραπετεύει.

Μ' ένα τόξο καλπάζει, με βοστρύχους λυμένους
λες κι ατίθασο άτι σ' ουρανούς μαγεμένους,
σε κορφές χιονισμένες, σε λιβάδια ανθισμένα,
σε πηγές κοιμισμένες, σ' ακρογιάλια θλιμμένα...

Την καρδιά μου κοιτάξτε, που ξεχνά να γεράσει.
Πέννα αίμα να στάζει στο τρεμάμενο χέρι,
ασταμάτητος τζίτζικας σε καυτό καλοκαίρι.

Σαν βοριάς στροβιλίζεται στη μεγάλη αλάνα
και χορεύει, χορεύει, παθιασμένη τσιγγάνα.

Την ψυχή μου σας δίνω, την καρδιά σας δωρίζω,
κι ας το ξέρω, καμία απ' τις δυο δεν ορίζω!




Γιώτα Στρατή, Η.Π.Α.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2007

Ένιωσα τη ζεστασιά σου

Κι εγώ φίλε, που είμαι μια ανάσα, σιμά,
πήρα το αστραφτερό χαμόγελό σου
καθώς περνούσε από τη γειτονιά
και το κράτησα στη φούχτα μου…
Το έβαλα στο μέρος της καρδιάς,
για να ’χει εκεί, «απαγκιερή» αγκαλιά.
Το θυμήθηκα… το είχα ξαναδεί, τότε…
Του μίλησα…
« Γιατί δεν ήρθες και πιο πριν;
Σε καρτερούσα.
Είσαι τόσο σπάνιο και είναι εγωιστικό
να βρίσκεσαι μόνο, στα δύο χείλη…
Εσύ ανήκεις σ’ όλους μας…
σε μας, που έχουμε ξεχάσει πως υπάρχεις. »
Του είπα κι άλλα… το χάιδεψα…
και το ’στειλα να πάει στο καλό,
γιατί κι άλλοι το καρτερούνε.
Να πάει και χαιρετίσματα, από εμέ, σε όλους,
που ’ναι εκεί στην ξενιτιά, μπροστάρηδες σε ούλα.
Να μου ξανάρθεις…
Κι εδώ, μ’ όσα τα συναισθήματα, απ’ την πατρίδα λέω:
« Σαν τα μάτια σου σηκώσεις, σ' όποια πατρίδα ζεις,
κι ένα χελιδόνι δεις στον ουρανό σου,
σκέψου πως μπορεί να είναι αυτό,
που του είπα να σου πει, ένα μεγάλο ευχαριστώ.»
Θα καταλάβετε γιατί…
Δεν είστε μόνοι!

Με σεβασμό.

Δημήτρης Γ. Ζαχαρόπουλος, Άγιος Κωνσταντίνος

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2007

Μήνυμα αλληλεγγύης προς τους Τούρκους του πνεύματος

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ - ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΠΕΝΤΕ ΗΠΕΙΡΩΝ
Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η
ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΕΩΣ 2002 - ΕΔΡΑ ΓΕΡΜΑΝΙΑ
15 Ιανουαρίου 2007

Προς τον διωκόμενο άνθρωπο του πνεύματος της Τουρκίας που τολμάει να εκφραστεί

Από το Δ.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων των Πέντε Ηπείρων(ΕΕΛΣΠΗ), μιας ομάδας ανήσυχων συγγραφέων, δημοσιογράφων, εκδοτών και επιστημόνων ανά τον κόσμο, μετά την σύλληψη και φίμωση συγγραφέων, δημοσιογράφων και εκδοτών στην Τουρκία
Φίλε και συνάδελφέ μας,
Επανάσταση, πόλεμος, πραξικόπημα, / ξανά και ξανά και ξανά. / Ενώ ένας τυφλός ζητιάνος / κρατώντας ένα κλουβί στο χέρι / περνάει, κτυπώντας το μπαστούνι του / πάνω στο μαύρο δρόμο...

Το ποίημα του Φερεϋντούν Φαρυάντ[1], από το βιβλίο του με τίτλο «Heaven without a passport» (σ. 23), δίνει το κεντρικό μήνυμα της κάθε προσπάθειας ενός διανοούμενου ανθρώπου ανάμεσα στις προκλήσεις αντίξοων συνθηκών και πολιτευμάτων. Είναι όμως αυτές οι αντίξοες συνθήκες το κίνητρο για τον βαθυστόχαστο συγγραφέα, το ψωμί και το τυρί για τον μελετημένο και αμερόληπτο δημοσιογράφο;

Αγαπητέ μας αδερφέ είμαστε κοντά στη σκέψη και στις απεγνωσμένες σου προσπάθειες λύτρωσης, πρώτα της συνείδησής σου και κατόπιν της αλήθειας. Είμαστε κοντά σου αναγνωρίζοντας το δράμα σου και, τουλάχιστον νοερά, δεν θα σε ξεχάσουμε, ούτε σαν οργανισμός αλλά ούτε και σαν άτομα, οι συνάδελφοί σου.

Τα κίνητρά μας δεν είναι τίποτε άλλο από αγνές προσπάθειες αποκατάστασης και στήριξης της δικαιοσύνης, ειδικά στην περίπτωση του εκδότη Ραγκίπ Ζαράκολου. Δεν αποσκοπούμε σε κανένα πολιτικό ή εθνικό όφελος και δεν αναζητούμε κανένα όφελος από οργανισμούς κυβερνητικούς ή ιδιωτικούς. Είμαστε η φωνή του ευαίσθητου για χάρη της ευαισθησίας στις καταστάσεις που αφορούν την καταπίεση της έκφρασης οπουδήποτε στον κόσμο.

Σε συγχαίρουμε για τον ηρωισμό και την αυτοθυσία σου. Η στάση σου μας δίνει το θάρρος και το κουράγιο που χρειαζόμαστε ενώ μας διδάσκει τόσα πολλά. Συνέχισε τον αγώνα σου...

Συνυπογράφουν μέλη της ΕΕΛΣΠΗ και άλλοι συγγραφείς/δημοσιογράφοι/εκδότες:

Βάιος Φασούλας, Ελλάδα
Γιώργος Πλακιάς, Γερμανία
Σπύρος Δαρσινός, Η.Π.Α.
Στράτος Δουκάκης, Ελλάδα
Παντελής Ξανθίδης, Ελλάδα
Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Η.Π.Α.
Κώστας Δουρίδας, Καναδάς
Γιώτα Στρατή, Η.Π.Α.
Ελευθερία Μπέλμπα, Ελλάδα
Νίκος Παλαμήδης, Ελλάδα
Στέλλα Ζαμπούρου-Φολλεντερ, Η.Π.Α.
Γιώργος Αύρας, Ευρώπη
Ιάκωβος Γαριβάλδης, Αυστραλία
Φερεϋντούν Φαρυάντ, Ελλάδα
Σοφία Κοντογιώργου Κόστος, Η.Π.Α.
Φαίδων Θεοφίλου, Ελλάδα

[1] Ο Φερεϋντούν Φαρυάντ, ζει στην Αθήνα, είναι Πέρσης στην καταγωγή, ποιητής και υπήρξε φίλος του Γιάννη Ρίτσου ο οποίος προλογίζει και την ποιητική του ανθολογία.

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2007

2007 «Έτος Νίκου Καζαντζάκη»

Το υπουργείο Πολιτισμού κήρυξε, ύστερα από πρόταση της «Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη» το 2007 «Έτος Νίκου Καζαντζάκη», για να τιμήσουν τα 50 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα.
Με αυτή την αφορμή έχουν προγραμματισθεί ήδη πάνω από 200 εκδηλώσεις, καθόλη τη διάρκεια του χρόνου, με στόχο την ευρύτερη προβολή του έργου του. Ημερίδες, διαλέξεις, οπτικοακουστικό υλικό, απαγγελίες, θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις, προβολή ταινιών, θα παρουσιαστούν σε πολλές πόλεις της Ελλάδας αλλά και σε 72 χώρες όλων των ηπείρων.
Κι όπως βλέπουμε ο πολιτισμός δεν έχει σύνορα, γι’ αυτό καλό θα ήταν η Ένωσή μας να προγραμματίσει κάτι, έστω ένα χαιρετισμό, προς τιμήν του μεγάλου Κρητικού λογοτέχνη.

Στράτος Δουκάκης

Γενέθλιος Τόπος

Από τις συνεικόνες του ποιητή Φ.Θεοφίλου
Ο Φαίδων Θεοφίλου αφηγείται:
Η ομορφιά φτάνει για όλους και περισσεύει.
Η Ιστορία φωλιάζει στη σιωπή.
Αν ξύσεις αυτή τη σιωπή, θα φανερωθεί η Ιστορία,
να σου θυμίσει το χρέος.
Στη Μήθυμνα απόθεσα τα αποτυπώματα της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, που τα ξαναβρήκα στην αντρική ωριμότητα .
Τώρα ξαναπατώ στα ίδια αποτυπώματα. Τα ξαναβρίσκω στις πλαγιές των κίτρινων και των γαλάζιων βουνών, στ’ αθώα βλέμματα των ανοιξιάτικων αγίων, στο φωτεινό στήθος της μέρας, στο ανατρίχιασμα της θάλασσας, στον ποιητικό οίστρο που πλανιέται στο περιβάλλον και σε κάνει ν’ ακούς μέσα σου φωνές που δεν ξεδίψασαν και ξεθωριασμένους Θεούς να ψιθυρίζουν. Όμως η Μήθυμνα δεν μου χάρισε ποτέ απλόχερα την ομορφιά της. Μου την έδινε σταγόνα - σταγόνα με τη σοφία της γυναίκας που θέλει πάντα ν’ αγαπιέται. Κάθε φορά, ανάμεσα στο έλα και το φεύγα, αισθανόμουν πως μια λειτουργία βρισκόταν διαρκώς σε εξέλιξη. Μια λειτουργία, όπου συμμετείχαν το φως, η νύχτα, τα δέντρα, οι μνήμες του θανάτου και της ζωής σφιχτά ενωμένες, η θάλασσα, τ’ αλώνια, οι γιορτές, η ηχώ της Ιστορίας, τα κάστρα, οι άγιοι που νοιάζονται για τις σοδειές, ο έρωτας που παραμόνευε τα στραβοπατήματα της λογικής. Μια λειτουργία που απλωνόταν και στις τέσσερις εποχές του έτους με τα χρώματα και το φως της ν’ αυξομειώνονται.

Προλογικό σημείωμα του Φαίδωνα Θεοφίλου
από το βιβλίο του «Η Λειτουργία της Μήθυμνας»
Εκδόσεις «Αστερίας» 1994
Το κείμενο αυτό αφορά τελικά στον γενέθλιο τόπο του καθενός μας.
Επικοινωνία: ftheofilou@gmail.com
Προσωπική ιστοσελίδα: http://aeolos.net/theofilou/theofilou.htm

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2007

Τα γιασεμιά

Της Στέλλας Ζαμπούρου Φόλλεντερ, Νέα Υόρκη

Απόψε βρήκα μαραμένα
τα δικά μου γιασεμιά
μέσα σε βιβλίο ξεχασμένα...
σαν θάμα φέραν πίσω καλοκαίρια
μεσ’ του χειμώνα την ερημιά...

Μου τάχες δώσει ένα βράδυ
σε μια Ελληνική ακρογιαλιά
που φύσαγε ο μπάτης, ίδιο χάδι
κι ήταν φωλιά μου η δική σου αγκαλιά...

Μα τώρα Αγάπη μου έχεις φύγει
τα γιασεμιά τα άγγιξε ο καιρός
μια θλίψη απέραντη με πνίγει
αγιάτρευτος για πάντα κι ο καημός!...

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2007

ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΑ!!!


Όπα! Να 'μαι κι εγώ τά κατάφερα και μετά λέω πως είμαι "μπουμπούνας", και το κακό είναι ότι όλοι συμφωνήσατε, γι' αυτό κι εγώ το 'βαλα πείσμα για να διαψεύσω τον εαυτό μου. Λοιπόν από εδώ και πέρα θα τα λέμε από εδώ. Όπου νάναι θα τακτοποιήσει και η Στέλλα τό κοπιούτερ της και θα κελαϊδάει σαν αϊδόνι.
Προς το παρόν σας χαιρετώ.


Σπύρος Δαρσινός
Τενεσί, ΗΠΑ

"ΤΟ ΤΡΑΚΤΕΡ" του: ΝΙΚΟΥ ΠΑΛΑΜΗΔΗ

«Το ΤΡΑΚΤΕΡ» του Νίκου Παλαμήδη (Παλδής)
Από το Βάιο Φασούλα, Γερμανία
Χαρά και τιμή μου να αναφερθώ και πάλι στον λεπτό και ευαίσθητο αγωνιστή μεγάλων μεγεθών και πολλών «μετώπων», Νίκο Παλαμήδη –Πάλδη και να καταθέσω τις απόψεις μου, στο υπό έκδοση νέο μυθιστόρημά του: «Το Τρακτέρ». Ο διορατικός Αρκάδας αρθρογράφος που με την πέννα του στιγματίζει και καταδικάζει τα κακώς κείμενα του καιρού μας, ο λαϊκός ποιητής και στιχουργός, καυστικός τεχνίτης της έμμετρης πολιτικοκοινωνικής σάτιρας, αγωνιστής στο πλευρό της Εθνικής Αντίστασης στις δύσκολες εποχές του τόπου μας και βετεράνος της ξενιτιάς, που όλη του η ζωή συνοδεύεται από αγώνες και ποίηση, ο χρονογράφος και μυθιστοριογράφος -όπως θα δούμε παρακάτω- και άλλα πολλά, αποτελούν τον πνευματικό πλούτο και πλαισιώνουν το καλλιτεχνικό ανάστημα του μπάρμπα-Νίκου Παλαμήδη.
Για την αξιέπαινη στιχουργία του και επιτυχημένη παρουσία του στο χώρο της μουσικής, στις 07. 11. 2002 από Γερμανία, με αναφορά τη μουσική του επιτυχία: «Κόντρα στον καιρό» έγραφα ανάμεσα με άλλα και τούτα: «Η συγκροτημένη σύνθεση του λόγου, του τόνου και της χορδής, αφήνουν μια μελωδία να ξεχύνεται σαν καταρράκτης που γκρεμίζεται. Μια μελωδία που συγκρούεται με τον έρωτα, με τη νοσταλγία, με τους στίχους και τις χορδές και σφυρηλατείται πιότερο. Μια μελωδία που ξεκινά σαν ρυάκι και φτάνει στις θάλασσες και από κει αφήνει τον απόηχό της να φτάνει πέρα από τις θάλασσες και τους ωκεανούς όπως το γαλήνιο κύμα…κι εκεί να συναντιέται μαζί σου και μ' εκείνον, μαζί τους και τους άλλους, τους πέρα και τους δώθε…»
Μια τέτοια συνάντηση προσπαθεί να κάνει κι αυτή τη φορά ο συγγραφέας Νίκος Παλαμήδης μέσα από το νέο του μυθιστόρημα «Το Τρακτέρ» καλώντας όχι μόνο μνήμες και εναπομείναντες αγωνιστές εκείνης της θεομηνίας, αλλά και το νέο κόσμο που πρέπει να μαθαίνει και δεν πρέπει να ξεχνά. Σε αδιανόητες συχνότητες μεγάλων μηνυμάτων των δυτικών κυβερνήσεων ενάντια στο φασισμό, (που ζούμε στην εποχή μας και που δεν ξέρουμε αν αυτά τα μηνύματα τα εννοούν), ο Νίκος Παλαμήδης, αυτή τη φορά έρχεται δυναμικά με «Το Τρακτέρ» να σκαλίσει όχι τη γη αλλά τις μουχλιασμένες ψυχές μας, να τις ξεθάψει και φρεσκαρισμένες να τις φέρει στην επιφάνεια. Κι εκεί, στην Αρκαδία, να θυμηθούμε, σαν «παραμύθι», ένα μέρος αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και ενός ξενόφερτου εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) που γονάτισε την Ελλάδα.
Χρειάστηκε να περάσει πάνω από μισός αιώνας για να βγει στο φως κι αυτό το απαύγασμα του πόνου, της οργής και της ντροπής, το οποίο, μέσα από τις σελίδες του και τους ήρωες ενός ολόκληρου χωριού της Αρκαδίας, μετατρέπει τα μίση και τα πάθη σε συγχώρεση, σε αδελφοσύνη, σε αγάπη, σε στοργή.
«Τώρα, -ύστερα από πενήντα και πάνω χρόνια- την ιστορία αυτή τη μεταφέρω στο χαρτί με όση δύναμη διαθέτω, σαν χρονικό ή αν θέλετε σαν μυθιστόρημα. Αυτό που ζητώ και θέλω να παρουσιάσω είναι, τι μπορεί να πετύχει στη ζωή μας η ομαδική δουλειά, η ανθρώπινη αλληλεγγύη και η πίστη σε ανώτερα ιδανικά», γράφει ο ίδιος στον πρόλογό του.
Μεστές περιγραφές και παραστατικές εικόνες, οι οποίες, στα μάτια του αναγνώστη φτάνουν σαν ένα κινηματογραφικό φιλμ και τον γυρίζουν πίσω στους σκεπασμένους πίνακες της Εθνικής Αντίστασης και στον εμφύλιο, που αμέσως ακολούθησε.
Η προπαγάνδα, ο φόβος και η τρομοκρατία (καμιά σχέση μ’ αυτή που ζούμε σήμερα) ο αντικομουνισμός, οι εξορίες στα μαύρα κελιά των βασανιστηρίων και του θανάτου, ήταν τα κύρια στοιχεία που επικρατούσαν στη χαλεπή εποχή, στοιχεία που σκοπό τους είχαν την πλήρη εξαφάνιση των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, ΕΑΜιτών και ΕΛΑΣιτών και όχι μόνο, αλλά και των οικογενειών τους, οι οποίες δέχτηκαν κάθε μορφή βίας και κοινωνικού αποκλεισμού, διωγμού και στιγματισμού.
Πικρές γεύσεις θλίψεις και ντροπής θα εισπράξει ο αναγνώστης και θα βιώσει νοερά το φασισμό και το ρατσισμό, όχι τον γερμανικό, αλλά το ντόπιο και των ιμπεριαλιστών συνεργατών του. Διαβάζοντας το: «Το Τρακτέρ» θα νιώσει το αίσθημα της ντροπής και θα αναζητήσει ποια ήταν τα «γιατί» που έφτασαν το λαό μας στα μίση και στα πάθη. Βίαιες σκηνές αρπαγών αγωνιστών μέσα στα μεσάνυχτα απ’ τα σπιτάκια τους, απ’ τις αγκαλιές των παιδιών και των γυναικών τους, σκηνές τρόμου αλλά και περηφάνιας, όπως της γυναίκας του Πέτρου Νταλιάνη, η οποία μέσα σε στιγμές παραφροσύνης και μισαλλοδοξίας έλεγε στον άντρα της: «Κουράγιο Πέτρο μου! Θα περάσει κι’ αυτό όπως πέρασαν τόσα άλλα. Ποτέ σου δεν έκανες πίσω. Ποτέ σου δεν πρόδωσες τον αγώνα, δεν έκανες δήλωση μετάνοιας και το πιστεύω πως και τώρα δεν θα κάνεις...».Και ο υποταγμένος λοχίας του ελληνικού στρατού που στη μέση της κάμαρης όρθιος παρακολουθεί και ακούει τη γυναίκα του, βάζει τις φωνές: «Άντε κυρά μου, τελείωνε. Να τον χαίρεσαι τον ήρωά σου. Όσο μυαλό έχει αυτός άλλο τόσο έχεις κι εσύ. Απορώ όμως πως σε έχουν αφήσει έξω. Μήπως είσαι από κανένα τζάκι;». «Ναι, λοχία, είμαι! Λέγομαι Παπαναστασίου. Είμαι ανεψιά του Παπαναστάση, του μεγάλου πολιτικού!». «Κομμούνας ο άντρα σου ε, ενίσχυση των ανταρτών που θέλουν να δώσουν τη Μακεδονία στους σλάβους. Ήρθε όμως το τέλος σας. Οι σύμμαχοί μας αμερικανοί και εγγλέζοι ,ο βασιλιάς μας, ο στρατηγός Παπάγος αγρυπνούν». Και απευθυνόμενος στο γέρο Νταλιάνη που είναι έτοιμος να τον ακολουθήσει του λέει: «Και τώρα ψευτοήρωα τι θα γίνουν οι τέσσερις κόρες σου που τις βλέπω να κάθονται αμίλητες; Αλλά ξέχασα, εσείς οι κομμουνιστές δεν πιστεύετε σε οικογένεια». Και ο Νταλιάνης, ο λεβέντης χωριάτης, -όπως τον περιγράφει ο συγγραφέας του βιβλίου-, που έχει φάει τη ζωή και το μπαρούτι με τη σέσουλα και μοιάζει γίγαντας μπροστά στον καχεκτικό λοχία, στο άκουσμα των λόγων του, γυρίζει απότομα και με φωνή βαριά και σίγουρη, του απαντάει: «Όχι και κομμουνιστής κυρ-λοχία, είμαστε μακριά ακόμα. Χρειάζεται να γίνουμε πρώτα άνθρωποι...»
Ο Γιάννης Χαρώνης, πρόεδρος του χωριού και αμείλικτος διώκτης των συχωριανών του, δίνει τον καλλίτερο εαυτό του «καρφώνοντας» τους συχωριανούς τους στις δυνάμεις του ελληνικού στρατού, άνδρες που πολέμησαν το φασισμό μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΛΑΣ αφήνοντας να ξεχυθεί η χαρά του, το μίσος του και ο σαδισμός καθώς συλλαμβάνονται και προωθούνται στην πίσσα της Μακρονήσου. Το δε πάθος και το ακατάλυτο μίσος του για τους αριστερούς αγωνιστές, τον οδηγούσε σε φανταστικές σκευωρίες επιδιώκοντας την πλήρη εξαφάνισή τους. Έτσι μια μέρα κατήγγειλε στο μοίραρχο της πόλης:
«Άκουσε Δημήτρη. Τον τελευταίο καιρό, έχει έρθει στο χωριό ο γιος ενός εξόριστου κομμουνιστή στη Μακρόνησο που ήταν χρόνια πολλά στην Αθήνα. Το σκυλί αυτό, που σε ολόκληρη την κατοχή ήταν και αυτός σε αντεθνικές οργανώσεις, όταν έμαθε πως πιάστηκε ο πατέρας του, τα παράτησε όλα και μας μαζεύτηκε κουνιστός και λυγιστός στα καφενεία. Με το τρακτέρ οργώνουν τα χωράφια τους όλες οι οικογένειες των εξόριστων ξένοιαστα και χαρούμενα». «Τι λες βρε Γιάννη, εμείς επιδιώκουμε την εξαθλίωση των κομμουνιστών για να ανανήψουν και να κάνουν δήλωση μετάνοιας κι’ αυτός τους ζωντανεύει όνειρα κι’ ελπίδες;» «Ακριβώς, αυτό κάνει», απάντησε ο Χαρώνης και βλέποντας πως ο φίλος του μοίραρχος πιστεύει στα λόγια του συνεχίζει. «Έχω θετικές πληροφορίες πως ενισχύει φανατική ομάδα ανταρτών που ξεκομμένοι από το σύνταγμά της περιφέρεται στην οροσειρά του Μαίναλου. Τον είδε άνθρωπος δικός μου να φεύγει τη νύχτα και να τους πηγαίνει τρόφιμα». «Και τι νομίζεις πως πρέπει να κάνω».«Να στείλεις απόσπασμα να τον συλλάβει και να τον παραπέμψεις στο στρατοδικείο...»
Όλη αυτή η συκοφαντία αφορούσε το γιο του Πέτρου Νταλιάνη, τον Κώστα, ο οποίος όταν άδειασε το χωριό του από τους άνδρες, παράτησε την Αθήνα και με το με το τρακτέρ του όργωνε όλα τα χωράφια των συχωριανών του. Ο εκτοπισμός των αγωνιστών στα ξερονήσια είχε και μια άλλη πλευρά· μεγάλωνε τις ευκαιρίες εκμετάλλευσης του Χαρώνη. Εκμεταλλευόμενος τα γεγονότα, έχει προσημειώσει πολλά χρήματα χωρικών για δάνεια που τους έχει κάνει. «Η Αγροτική Τράπεζα, δεν δίνει λιπάσματα παρά μόνο στους «νοικοκυραίους». Έτσι απάντησε σε πολλούς που ζήτησαν δάνειο ο διευθυντής. «Μαύρος χειμώνας λέγανε πρώτα οι χωρικοί, άραχλη άνοιξη λένε τώρα».
Τραγική φιγούρα η γυναίκα του Χαρώνη η κυρα-Αναστασία που ντρέπονταν και λυπόταν για την κατάντια του άνδρα της, που με όλο το χωριό τα είχε καλά και πολλούς κρυφά βοηθούσε. Μάταιες οι προσπάθειες να τον βάλει στο δρόμο του Θεού: «Βρε ,Γιάννη μου, το καλό σου γυρεύω και στα λέω αυτά, θέλω να αλλάξεις, να ησυχάσεις. Δόξα σοι ο Θεός έχουμε από όλα, υγεία, πλούτη. Στο κάτω, κάτω τι θα τα κάνουμε; Πότε θα τα χαρούμε; Ποιος ο κόσμος μας και το περιβάλλον μας; Παλιοτόμαρα σε τριγυρίζουν, παλιάνθρωποι σε εκτιμούν ψεύτικα για να σε απομυζούν. Παράτα τα όλα άντρα μου να πάμε στην πόλη να ζήσουμε όσα χρόνια θέλει ο Θεός. Όταν φύγουμε από τη ζωή όλα θα ρημάξουν, θα γιομίσουν αράχνες και χορτάρια. Και το χειρότερο άντρα μου, θα μας σκατοψυχάνε.»
Αυτά του έλεγε κάθε φορά η ήσυχη, φιλάνθρωπος και καλοκάγαθη γυναίκα του Αναστασία κι εκείνος δεν άκουγε. «Εγώ, η έρμη, στείρα χωρίς παιδιά και με ένα διάβολο στο κεφάλι μου υποφέρω Μαριώ μου, βασανίζομαι. Ο άντρας μου, δεν έχει προτερήματα, είναι σκληρός, πλεονέκτης, κακός. Δεν τον θέλει κανένας. Τώρα μάλιστα που τον διόρισε το Λαϊκό Κόμμα πρόεδρο στο χωριό, είναι μισητός σε όλους. Μόνο οι αληταράδες του χωριού που τους πληρώνει και τους ταΐζει τον θέλουν και τον ακούνε». «Που είναι τώρα;» τη ρώτησε η φίλη της και σύζυγος του Πέτρου Νταλιάνη κυρα-Μαριώ. όταν βρέθηκαν μια μέρα». «Πού αλλού, Μαριώ μου, στο σταθμό χωροφυλακής. Εκεί ξημεροβραδιάζεται. Φοβάται, τρέμει...».
Χρησιμοποίησα δυο, τρία αποσπάσματα του βιβλίου και πράγματι αντιμετώπισα δυσκολίες επιλογής. Το καλό συγκρούεται με το κακό, η αγάπη με το μίσος και την έχθρα. Ο λοχαγός συγκρούεται με έναν λοχία που βρίζει τους πάντες, όταν πάνε να συλλάβουν αγωνιστές μέσα στη δίνει του εμφυλίου, που άλλους τους χαροποιεί και άλλους τους λυπεί κατάβαθα. «Να είσαι προσεκτικός λοχία, κανένας εδώ μέσα δεν είναι ρεμάλι. Όλοι έχουμε μια σοβαρή αποστολή που πρέπει να εκτελεστεί με επιτυχία. Κι’ ακόμα, θα προτιμούσα να είναι πιο συγκρατημένος ο εθνικισμός σου. Βρισκόμαστε σε εμφύλιο πόλεμο, οι αντίθετοί μας, που κακώς τους λέμε συμμορίτες, είναι αδέρφια μας, είναι Έλληνες και όχι Βούλγαροι.
Σαν κατακλείδα επέλεξε ο συγγραφέας την κυρα-Αναστασία, που μετά λίγες μέρες από τον απροσδόκητο θάνατο του άνδρα της Γιάννη Χαρώνη, επισκέφτηκε την κυρα-Μαριώ Νταλιάνη.
«Εκτιμώ εσένα, τον άντρα σου και αγαπώ τα παιδιά σας. Θέλω με την καρδιά μου να τα αφήσω όλα με το νόμο και με χαρτιά από τώρα σε σάς. Τον Κώστα και τις αδερφές του τους έχω στην ψυχή μου, τους θέλω για παιδιά μου. Μπορούν ν’ αρχίσουν να δουλεύουν τα χωράφια, να τα εκμεταλλεύονται, να παντρευτούν και να κληρονομήσουν μετά τον θάνατό μου όλα τα υπάρχοντά μου. Θέλω να γίνουμε μια οικογένεια. Τα δυο σπίτια μας να έχουν τις πόρτες ανοιχτές. Αυτό με ανακουφίζει· αυτή είναι η επιθυμία μου. Να ζήσω από εδώ και πέρα μαζί σας τις χαρές και τις λύπες σας. Είσαστε οι άνθρωποί μου, το αποκούμπι μου. Αξίζετε αυτή την προσφορά μου. Έχετε ανθρωπιά, ανωτερότητα, αγαπάτε τους άλλους...»
Κλείνοντας θεωρώ υποχρέωσή μου να τονίσω, ότι βιβλία σαν «Το Τρακτέρ» του Νίκου Παλαμήδη θα πρέπει όχι μόνο να διαβάζονται από έναν αριθμό αναγνωστών και πάει τέλειωσε, αλλά τέτοια βιβλία θα πρέπει να ενταχτούν στα όπου γης ελληνικά σχολεία γιατί αποτελούν μέρος της σύγχρονης ιστορίας μας. Μέσα απ’ αυτή θα μάθουν τα νέα παιδιά την τραγωδία που υπέστη ο λαός μας από τους ξένους, που μέσα από τα δικά μας χέρια δολοφονήθηκε. Μέσα απ’ αυτά θα μάθει ο νέος κόσμος και δε θα ξεχνά την «ανθρώπινη αλληλεγγύη και την πίστη σε ανώτερα ιδανικά».

Γερμανία 29. 03. 2002
Φασούλας Βάιος
..................................

Τρίκαλα 14-01-2007 –Βάιος Φασούλας

Σημείωση:
Αγαπητοί φίλοι,
Αν δεν έχετε αντίρρηση ζητώ την άδειά σας να μου επιτραπεί να δημοσιεύσω, σταδιακά, στην παρούσα ιστοσελίδα μας, εργασίες, που κατά καιρούς έχω γράψει, για ορισμένους συναδέλφους της ΕΕΛΣΠΗ.
Ξεκίνησα με το Νίκο Παλαμήδη για να τον τιμήσω ιδιαίτερα

Ευχαριστώ για την προσοχή σας ΒΦ

TA ONEIRA

Τ α ό ν ε ι ρ α
(Η δυστυχία της ζωής με κάνει ευτυχισμένη)

Μέσα στον ύπνο μου έβλεπα την αγαπητικιά μου
κόσμο πολύ και μουσικές, στέναζε η καρδιά μου
κι απ’ τα κλειστά τα μάτια μου τα δάκρυα βροχή
και η ψυχή μου ν’ αγωνιά, ν’ αφήσει το κορμί.

Το φύσημά μου έβγαινε συρτό και σφυριχτό
να μη μπορώ, ο άμοιρος, λίγο να κουνηθώ
και να με σφίγγει ασίγαστα στα σκότη τα πηχτά
κι ο πόνος μου που μ’ έλιωνε, μ’ έφραζε την καρδιά

Το μόνο που έβλεπα εσέ, πως σ’ είχαν στολισμένη
και τα γλυκά τα χείλη σου είχες κλειστά, καημένη
ανάμεσα σε γιορτινά, νυφούλα μες στην εκκλησιά
κι όλο γελούσες ψεύτικα απ’ την απελπισιά

Χρυσά, στολίδια, νυφικό, κορώνα στα μαλλιά σου
κι ένα γαμπρό σου φέρανε στα μέτρα τα δικά σου
κομψός, ψυχρός κι αγέλαστος, δεν είχε ούτε καρδιά
κι όταν το χέρι σου έπιανε, γελούσε υστερικά

Μα δεν καταδεχόσουνα, μήτε να τον τηράξεις
και έκρυβες την ομορφιά, στα πέπλα τη βουλιάζεις
χλωμή σαν θειάφι η όψη σου, δε θύμιζε γιορτή
και η ψυχή της μάνας σου, έτρεμε σαν πουλί

Κοιτώ κι εγώ τα κάλλη σου πως χάνονται μακριά
μέσα σε τούτο τ’ όνειρο, πού να ’βρω τα φτερά;
Με μιας κοντά σου να βρεθώ κι όλους να τους διώξω
και την καρδιά σου, αγάπη μου, εγώ να τη γλιτώσω
Κι όλο κοιτώ τη μάνα σου, πως είναι μαραμένη
τα δάκρυα απ’ τα μάτια της, τρέχουνε, την καημένη!
κι εγώ να είμαι ανήμπορος, δε θέλω να δεχτώ
πως ξέπεσα μες στ’ όνειρο, μαζί του να μπλεχτώ

Κι είναι σκληρό και άσπονδο, μεγάλο και πικρό
δεμένο μ’ έχει, μάτια μου, σε στρώμα και πονώ
όμως να βλέπω το μπορώ, μα δύναμη δεν έχω
το χωρισμό μας, μάτια μου, άλλο πια δεν αντέχω

Κι εσύ κρύβεις τα δάκρυα, στ’ άσπρα σου νυφικά
κι όλες κοιτάς τριγύρω σου εικόνες στη σειρά
πέφτει η ματιά στο Γολγοθά, πάνω στην Παναγία
κι αναρωτιέσαι μυστικά, πώς θα ’βρεις σωτηρία;

Ανθρώπινος είναι και αυτός, όπως και ο δικός μου
μόνο αυτός που ζω εγώ, φτιάχνει το σάβανό μου
κι είναι σκληρό και σκοτεινό το πανωσκέπασμά του
χαραματιά δεν άφησε να φεύγουν τα όνειρά μου

Μόνο σκορπά αδιάκοπα τα μαύρα φάρμακά του
και τα κερνά απλόχερα στην άμοιρη καρδιά μου
και να, μεθώ κι εγώ στους πόνους μου με δάκρυ,
αχ πόσο θα ’θελα να πιω, του γάμου σου φαρμάκι!

Δύσβατο έχω Γολγοθά, μ’ αγκαθωτό στεφάνι
μήτε τη μάνα μου θωρώ να βρίσκεται κοντά
μήτε κι ο ίδιος ο Θεός, δεν κλαίει, δεν οργιάζει
μόνο σκοτάδια γύρα μου απλώνονται πλατιά

Πράγματα δυο ολοζώντανα, ζω μέσα στο όνειρό μου
είν’ και τα δυο αχώριστα, βαριά και τρομερά
μόνο η ψυχή μου, μάτια μου, δε φεύγει απ’ το κορμί μου
κι είναι αυτό ένα βάσανο και μία συμφορά

Μόνο του μένει το κορμί μέσα στο Γολγοθά του
τρέχουν τα μάτια της ψυχής κι αγγίζουν τα μαλλιά σου
κι αφήνει πίσω της πολλά, αχνάρια ζωντανά,
αχνάρια που είναι όλο ευχές και είναι απ’ την καρδιά

Κι άλλον ακούω να ρωτά, γιατί είσαι λυπημένη
ν’ ακουστεί η φωνούλα σου, που ζεις συντετριμμένη
και τα κλειστά τα χείλη σου ανοίγουν και αφήνουν
κι αργά οι χτύποι της καρδιάς, χτυπούν και αργοσβήνουν

Κι άλλος ρωτάει, για να δει, αν είσαι ευτυχισμένη
σφίγγεις στα δόντια την ψυχή και με καρδιά σφαγμένη
σαν άνοιξη το χαμόγελο στο στόμα σου πλαταίνει:
«η δυστυχία, λες πικρά, με κάνει ευτυχισμένη»

Κι όλο κρατάει το όνειρο, πού να ’σαι να το σβήσεις
κι όλο ρωτούνε αδήμονοι, τι να ’χεις κι αργοσβήνεις;
Όλα τα έχεις στη ζωή, προσμένουν το άγγιγμά σου
το μυστικό μας, μάτια μου, το θάβεις στην καρδιά σου

Κι ο άνδρας δίπλα σου ζητά, το ταίρι σου να γίνει
κι όλα σου τάζει τα καλά, του κόσμου το ασήμι
ναι, ψιθυρίζεις άκεφα, σα να ’σαι υπνωτισμένη
μα απ’ το κορμί σου η καρδιά, αλλού είναι δοσμένη

Και νιώθω πως ξαλάφρωσα, όπως και η καρδιά μου
ευχές φεύγουν αδιάκοπα μέσα απ’ τα όνειρά μου
όνειρα που είναι ατέλειωτα, κρατάνε μια ζωή
μα την καρδιά μου θα βαστώ, για σένα πάντα αγνή!
Β. Φ. 09.01.1996, Γερμανία 31.05.2003
(Από τη Β` Συλλογή – ενότητα, ερωτικά)

Στο πρώτο συναξάρι

Της Υιώτας Στρατή, ΗΠΑ

... και νόμισα πως έφταιγε τ' ανεμικό φεγγάρι
π' αδειάζοντας, τη σκέψη μου δεν ήθελε ν' αφήσει...

Κι ήσουν εσύ, μεσάνυχτα, αθώρητο καμάρι,
που ξενυχτώντας στης βροχής το πρώτο συναξάρι,
πάσχιζες όλους
να τους θυμάσαι.

Μ' αγιασμούς από ψιθύρους
νυχτ-ανθών, με δροσοστάλες,
ραίνεις της σκέψης δρόμους
δύσβατους.
Σαν αστραπή σύμβολα γράφεις
στ' άδειο τεφτέρι τ' ουρανού
στης δε, καρδιάς τους χτύπους
μαζεύεις φωτοστέφανους
για τις θλιμμένες ώρες...

Ας έρθει στο ξημέρωμα
Μέρα γεμάτ' ελπίδα
'τι ην άγρια όσ' αγροίκησα
και πιο φριχτά όσα είδα...

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2007

Ψυχούλα άδολη...

Εκεί που θ’ ακουμπήσει η καρδιά σου...
Εκεί που ξεδιπλώνονται τα όνειρά σου...
είναι ο τόπος που σε δένει
κι ότι ζυγίζει μέσα σου τώρα σου απομένει...

Και το βιβλίο της ζωής μια μέρα κλείνει...
μετά τη δίνη του καιρού ίσως θα ’ρθει και η γαλήνη...
Το φως της μέρας χάνεται στη δύση
και στα χρώματα σαν όνειρο που δεν πιάνεται...
Το τριαντάφυλλο του ουρανού
τα πέταλά του ανοίγει για να δεχτεί ψυχούλα άδολη
που μακριά μας έχει φύγει...

Καλό σου ταξίδι αδελφούλα μου
καλό κατευόδιο Πόλυ...
η ομορφιά σου ριζωμένη μέσα μας αιώνια θα ζει όλη!
Κι εμείς κοντά σου θα’ ρθουμε
απόψε, αύριο... ποιος ξέρει...
το Πεπρωμένο έχει γραφτεί
και μαγικό και άγνωστο
το θεϊκό της μοίρας χέρι...
Στέλλα Ζαμπούρου Φόλλεντερ, Νέα Υόρκη

Στοχασμοί…

Αν ήμουνα ζωγράφος,θα πέταγα πινελιές στο στερέωμα,στο μονοπάτι του ήλιου,στον οδοιπόρο άνθρωποστην αγκαλιά του πεπρωμένου.Θα ζωγράφιζα τον καθρέφτη της ψυχής,γεμάτο κρινολούλουδα με πινελιές αγάπης.


Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Νέα Υόρκη


Γαβριήλ πάρε τα πινέλα, πάρε και τα χρώματα, ζήτα από τη Στέλλα κι άλλα ακόμα λόγια αγάπης και την ψυχούλα της, από τον Σπύρο τους στοχασμούς και τις φιλοσοφίες, από τον Γαβριήλ τη σοφία, να βάλω κι εγώ μια πλάτη κι όποιος άλλος θέλει απ' την παρέα να φτιάξουμε έναν παράδεισο. Φαντάζομαι ένα τέτοιο κόσμο. Όλοι μαζί, λίγο ακόμα και θα τον κάνουμε απίστευτο.
Αξίζει να ζει κανείς σ' ένα τέτοιο κόσμο...

Στράτος Δουκάκης, Αθήνα


Εγώ, πάντως σας εξομολογούμαι πως έχω μάθει πολλά από σας.
Από τον Στράτο έχω μάθει: πως να δίνω, έστω και στο μικρό, τη διάσταση που του αξίζει!
Από τον Ιάκωβο: να υπερασπίζομαι τη θετικότητα μέσα από την άρνηση της εποχής.
Από τον Κώστα: να πίνω νερό με τις χούφτες μου από τις γάργαρες πηγές της πατρίδας.
Από τον κ. Λυμπερόπουλο πως να κοιτάζω για αξίες πέρα από σύνορα και φράχτες.
Από τη Στέλλα: πως να κάνω το «σε αγαπώ», «σ’ αγαπώ».
Από τον Βάιο: πως να σπάζω το βράχο για να σπείρω στο χώμα.
Ωραίο πράγμα, τελικά, η επικοινωνία!!!

Σπύρος Δαρσινός, Τενεσί, ΗΠΑ

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2007

Νόμιζα...

πως ήμασταν η αφή ο ένας του άλλου
που σβήνει την αγωνία της αφάνειάς μας.
Νόμιζα πως ήμασταν η χορδή
ο ένας στα στήθη του άλλου
που πιάνει την όμορφη
ανταρσία των ψυχών μας.
Όμως, τίποτα πια δεν μας ενώνει.
Τίποτα πια δεν μας συγκινεί.
Και προχωράμε με τα χέρια κρεμασμένα
ανάμεσα στις καλωδιωμένες φυτείες
του εγωισμού μας.
Χανόμαστε πάλι και πάλι
στους ίδιους πάντα δρόμους
με τις ίδιες ατομικές ιδέες
και τις... λιπόθυμες μνήμες.
Σκύβοντας που και που
στις ανείπωτες πληγές μας,
Προσπαθώντας να ανασύρουμε
την ματωμένη δύναμη της αλήθειας,
από τις στάχτες της φθοράς μας...

Σπύρος Δαρσινός
Τενεσί, ΗΠΑ

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2007

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ

Του Φαίδωνα Θεοφίλου
Ο μικρός Ελληνικός προφήτευε
φορώντας τη μοναξιά του κατάσαρκα :
«Δεν θα περάσει καιρός πολύς
που οι Ελληνικές Λέξεις
θα γεμίσουν τον ουρανό
αυτόφωτες λαμπερές ψηφίδες .
Θα διώξουν τ’ αστέρια
και θα φέγγουν νύχτα και μέρα .
Οι Ελληνικές Λέξεις φωτεινές ψηφίδες ,
θα πολιορκήσουν τον ήλιο
με σαρανταμία ζώνες
και θα λάμπουν μαζί του .
Και θα γίνει ο κόσμος λιγότερο μονότονος
και θα γίνει ο κόσμος πιότερο χαρούμενος
και δε θα ξέρει γιατί».
Ο μικρός Ελληνικός συνέχισε προφητεύοντας :
Ξεκουράστηκε καλά ο Έλληνας
πάνω στη σιωπή του .
Τώρα θα σκύψει βαθιά
μεσ΄ τη χοάνη του μυαλού του
και θ’ ανασύρει την πίστη του .
Χαίρε πίστη μου, θα πει ,
να φιλήσω τα μακριά σου δάχτυλα .
Χαίρε πίστη μου που πνίγηκες
στους αιώνες των δακρύων μου .
Χαίρε πίστη μου που σε καρφώνω μέσα μου
σαν κοντάρι πύρινο».
Ο μικρός Ελληνικός ίδρωνε .
Έριξε τη δίψα του στη θάλασσα
και συνέχισε να προφητεύει :
«Θα πάρει ο Έλληνας όλες τις άνοιξες
που θα ’ρθουν
θα τις βάλει κατάντικρυ στα νησιά ολόγυμνες .
Θα διατάξει τις ηλιαχτίδες να πλέξουν
λευκόφωτη κορδέλα για το μέτωπό τους .
Θα τραβήξει τη φλούδα της θάλασσας
και θα τις ντύσει όλες
στη διαφάνεια του γαλάζιου.
Και σκύβοντας ο Έλληνας
μ’ ευλαβικόν ερωτισμό
ανάμεσα στα σκέλια τους ,
θα κόβει μυρωμένα λουλούδια
κι ο αγέρας, αγγελιαφόρος ταχύποδος,
θα παίρνει τις ευωδιές
να τις σκορπίζει στα έθνη».
Ο μικρός Ελληνικός
σταμάτησε να προφητεύει .
Έστειλε το βλέμμα του
στους λείους κορμούς των δέντρων ,
ξάπλωσε στη νοτισμένη γη
κι αγκάλιασε τρυφερά την Προσδοκία..

* Αφιερώνω το ποίημά μου «Ο Μικρός Ελληνικός» από το ομώνυμο βιβλίο μου (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα) στην αξιοσύνη και τη δημιουργικότητα των Συνελλήνων της Διασποράς, με την αγάπη και τον θαυμασμό μου.

Φαίδων Θεοφίλου
Website:
http://aeolos.net/theofilou/theofilou.htm
e-mail: ftheofilou@gmail.com

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2007

Αντίλαλοι αντί σιωπής...

Από το 2002 οπότε βρεθήκαμε στις λεωφόρους του διαδικτύου, ανταλλάσσοντας μηνύματα, γνωριμίας πρώτα, φιλίας στη συνέχεια, διαπιστώσαμε ότι κοινοί ήταν οι δρόμοι μας στη ξενιτιά τότε. Ίδιες οι διαδρομές. Στην ίδια, ίσως, μοναξιά, ίδια κι η νοσταλγία. Τα έχουν αυτά οι ξενιτεμένοι...
Η γλώσσα μάς έσμιγε, οι ανησυχίες, οι καημοί, κι αυτά που θέλαμε να πούμε, αυτά που θέλαμε να μάθουν για μας, σκέψεις χωριστές, πολλές φορές και μόνες. Τις ενώσαμε κάποια στιγμή σε 3 Ανθολογίες κι έπειτα σιωπή... Άλλαξαν και πολλά, είναι αλήθεια..
Τώρα με τούτους τους Μακρινούς Αντίλαλους απ’ τις μακρινές πολιτείες όπου ζει ο καθένας μας, αγναντεύοντας άλλους ουρανούς, θ’ αφήνουμε στο διάβα μας τα γραφτά μας μη και χαθούμε πάλι. Θ’ αφήνουμε, λοιπόν εκεί τα γραφτά μας να μη χαθούν τα χνάρια μας, οι μνήμες μας, οι περπατησιές μας. Να μη χαθούμε, θέλω να πω, Παντελή, Ιάκωβε, Στέλλα, Γαβριήλ, Σπύρο, Κώστα (που χάθηκες) Βάιε, Γιώργο...
Να διαβάζουμε εκεί, ό,τι μας ενώνει. Κι έπειτα μπορεί να τα μαζέψουμε ξανά, έτοιμα πια... για βιβλίο.

Στράτος Δουκάκης


Κοιμήσου γλυκιά μου...

Του Σπύρου Δαρσινού
Τα περιστέρια
δεν έχουν φωλιές.
Δεν έχουν κλουβιά.
Τ’ αυγά τους γίνονται αστέρια!

Κοιμήσου γλυκιά μου
Κοιμήσου...
Το πέταγμά σου
το ’χει κλώσει το κύμα
στην άμμο...
Και πήρε φως το χρώμα
του ιωδίου.
Σταλιά σταλιά στις ψυχές μας
να στάζει...


Σε ψάχνω...

Σε ψάχνω στις θάλασσες,
στις γωνιές της πόλης, στους δρόμους του κόσμου.
Αποτείνομαι σε πρόσωπα, γνωστά και άγνωστα, για να σε βρω.
Παίρνω γύρη από τα βλέμματά τους, μήπως και σε συναντήσω
στα μονοπάτια της απουσίας και της απώλειας,
στην ηχώ της ιστορίας...

Οι δρόμοι μοναχικοί.
Οι εραστές ανυποψίαστοι.
Η αμαρτία ανομολόγητη.
Οι σκέψεις προσωπικές.
Ο πόθος αταξίδευτος.
Οι ενοχές ανύποπτες

Κι εγώ, γλυκιά μου αγαπημένη, ξέροντας πως υπάρχεις,
σ’ αναζητώ στα όνειρα!
Πόσο κρατάει ένα όνειρο άραγε; Πόσο;
Τα όνειρα παροδικά.
Ο όρκος αιώνιος.
Οι έρωτες έχουν ημερομηνία λήξεως;
Δεν έχουν...
Ο έρωτας ισόβιος.

Το ημερολόγιο ξεφυλλισμένο.
Ο χρόνος πανδαμάτωρ.
Το παρελθόν διδακτικό.
Το μέλλον άγνωστο.
Η εποχή ακατανόητη.
Η προσμονή αιώνια.

«Μες’ τα κλειστά βιβλία σ’ αναζητώ και σε δυο κρίνων τη σιωπή,
στων στίχων, την αστροφεγγιά...»
Έτσι το ‘πε ο λεπταίσθητος ποιητής της Μήθυμνας!

Στράτος Δουκάκης



Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2007

Χαιρετισμός

Μακρινοί Αντίλαλοι, Αστραπές και βροντές των Ελλήνων Θεών, για να ενώσουν στην γη, τους κοινούς θνητούς, κάτω από μια κοινή ελληνική γλώσσα κρατώντας το σκήπτρο της αιώνιας ελληνικής φιλοσοφίας μαζί με την πολυθεϊστική μας υπόσταση, που πηγάζει από το Νέκταρ και την Αμβροσία.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης (Νέα Υόρκη)

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2007

Γ ε ι τ ό ν ι σ σ α

(Του Βάιου Φασσούλα)
Γειτόνισσα με τυραννάς, δε με θωράς στα μάτια
πως χύνουνε για σένανε κατάλευκα διαμάντια

Ποτέ δεν καταδέχτηκες σταλιά να με τηράξεις
πως πνίγομαι στα δάκρυα, μια λέξη να μου τάξεις

Όταν σε πρωταντίκρισα καημό μεγάλο πήρα
να παίζει πάνω σ’ η ζωή, να σου γελά η μοίρα

Πως είσαι όμορφη, γλυκιά, στα μάτια και στα χείλη
σπίθες φωτιάς μου πέταξες σα να ’σουν χίλιοι ήλιοι

Τριγύρω μου σαν άνοιξη, η πλάση έχει βλαστήσει,
ο μαραμένος κρίνος σου, πότε θα ξανανθίσει;

Παραμιλώ τα πρωινά, τα γιόματα, τα βράδια
μόνος περνώ μαρτυρικά, τη νύχτα κι είναι άδεια

Χάνεται μέσα μου αργά όλη η ύπαρξή μου
σαν σάκος άδειος έμεινα και σβήνει η ψυχή μου

Τα λογικά σταμάτησαν κι ο πόνος δυναμώνει
κι από αγάπη δυνατή το είναι μου φουντώνει

Γειτόνισσά μου, όμορφη αύρα από την καρδιά μου
δώσ’ μου κλαρί της νιότης σου, μη χάσω τη χαρά μου

Μύριες φωτιές απόχτησα στα βάθη της καρδιάς μου
αν δεν τις σβήσεις, μάτια μου, θα γίνεις ο φονιάς μου

Κάνε, μου λες, υπομονή και μου κρατάς το χέρι,
στη νιότη θα ’χεις πρόσταγμα και στην ψυχή μου ταίρι

Καρτέρα λίγο, γείτονα, τα μαύρα μου να βγάλω
και άνδρα μου μες στην καρδιά για πάντα θα σε βάλω

Τον κρίνο που μαράθηκε εσύ θα τον σκαλίζεις
τα φύλλα του και το κορμί για πάντα θα δροσίζεις

Εισαγωγή

«Το 2002 κατέφθασε βρίσκοντας τον Ελληνισμό, ευαισθητοποιημένο και αποφασισμένο, όσο ποτέ άλλοτε, για να επανακτήσει την αίγλη του... Είναι μια διαπίστωση που μπορεί να μην προέρχεται από «επίσημες πηγές», αλλά αποτελεί προϊόν παρατηρητών του Διαδικτύου.
Όπου και να «σερφάρει» κανείς θα συναντήσει κάποιον Έλληνα, κάποια Ελλάδα... Το Διαδίκτυο, παρά τα «προγραμματισθέντα» είναι πια μία... «Ελληνική αποικία». Ένας ουρανός λουσμένος από το Φως του Απόλλωνα. Μια πραγματικότητα που σε μερικούς-μερικούς «σπάει τα νεύρα». Ας μας το... συγχωρέσουν.
Ο Ελληνισμός, έχει βρει πια τον τρόπο να επικοινωνεί και να ανταλλάσσει τις πληροφορίες και τους πόθους του, τις γνώμες και τους καημούς του...».


Τάδε έφη τότε ο Παντελής Ξανθίδης


Κι από σήμερα οι «Μακρινοί Αντίλαλοι» θα είναι μαζί σας, στη συντροφιά σας.