Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2007

TA ONEIRA

Τ α ό ν ε ι ρ α
(Η δυστυχία της ζωής με κάνει ευτυχισμένη)

Μέσα στον ύπνο μου έβλεπα την αγαπητικιά μου
κόσμο πολύ και μουσικές, στέναζε η καρδιά μου
κι απ’ τα κλειστά τα μάτια μου τα δάκρυα βροχή
και η ψυχή μου ν’ αγωνιά, ν’ αφήσει το κορμί.

Το φύσημά μου έβγαινε συρτό και σφυριχτό
να μη μπορώ, ο άμοιρος, λίγο να κουνηθώ
και να με σφίγγει ασίγαστα στα σκότη τα πηχτά
κι ο πόνος μου που μ’ έλιωνε, μ’ έφραζε την καρδιά

Το μόνο που έβλεπα εσέ, πως σ’ είχαν στολισμένη
και τα γλυκά τα χείλη σου είχες κλειστά, καημένη
ανάμεσα σε γιορτινά, νυφούλα μες στην εκκλησιά
κι όλο γελούσες ψεύτικα απ’ την απελπισιά

Χρυσά, στολίδια, νυφικό, κορώνα στα μαλλιά σου
κι ένα γαμπρό σου φέρανε στα μέτρα τα δικά σου
κομψός, ψυχρός κι αγέλαστος, δεν είχε ούτε καρδιά
κι όταν το χέρι σου έπιανε, γελούσε υστερικά

Μα δεν καταδεχόσουνα, μήτε να τον τηράξεις
και έκρυβες την ομορφιά, στα πέπλα τη βουλιάζεις
χλωμή σαν θειάφι η όψη σου, δε θύμιζε γιορτή
και η ψυχή της μάνας σου, έτρεμε σαν πουλί

Κοιτώ κι εγώ τα κάλλη σου πως χάνονται μακριά
μέσα σε τούτο τ’ όνειρο, πού να ’βρω τα φτερά;
Με μιας κοντά σου να βρεθώ κι όλους να τους διώξω
και την καρδιά σου, αγάπη μου, εγώ να τη γλιτώσω
Κι όλο κοιτώ τη μάνα σου, πως είναι μαραμένη
τα δάκρυα απ’ τα μάτια της, τρέχουνε, την καημένη!
κι εγώ να είμαι ανήμπορος, δε θέλω να δεχτώ
πως ξέπεσα μες στ’ όνειρο, μαζί του να μπλεχτώ

Κι είναι σκληρό και άσπονδο, μεγάλο και πικρό
δεμένο μ’ έχει, μάτια μου, σε στρώμα και πονώ
όμως να βλέπω το μπορώ, μα δύναμη δεν έχω
το χωρισμό μας, μάτια μου, άλλο πια δεν αντέχω

Κι εσύ κρύβεις τα δάκρυα, στ’ άσπρα σου νυφικά
κι όλες κοιτάς τριγύρω σου εικόνες στη σειρά
πέφτει η ματιά στο Γολγοθά, πάνω στην Παναγία
κι αναρωτιέσαι μυστικά, πώς θα ’βρεις σωτηρία;

Ανθρώπινος είναι και αυτός, όπως και ο δικός μου
μόνο αυτός που ζω εγώ, φτιάχνει το σάβανό μου
κι είναι σκληρό και σκοτεινό το πανωσκέπασμά του
χαραματιά δεν άφησε να φεύγουν τα όνειρά μου

Μόνο σκορπά αδιάκοπα τα μαύρα φάρμακά του
και τα κερνά απλόχερα στην άμοιρη καρδιά μου
και να, μεθώ κι εγώ στους πόνους μου με δάκρυ,
αχ πόσο θα ’θελα να πιω, του γάμου σου φαρμάκι!

Δύσβατο έχω Γολγοθά, μ’ αγκαθωτό στεφάνι
μήτε τη μάνα μου θωρώ να βρίσκεται κοντά
μήτε κι ο ίδιος ο Θεός, δεν κλαίει, δεν οργιάζει
μόνο σκοτάδια γύρα μου απλώνονται πλατιά

Πράγματα δυο ολοζώντανα, ζω μέσα στο όνειρό μου
είν’ και τα δυο αχώριστα, βαριά και τρομερά
μόνο η ψυχή μου, μάτια μου, δε φεύγει απ’ το κορμί μου
κι είναι αυτό ένα βάσανο και μία συμφορά

Μόνο του μένει το κορμί μέσα στο Γολγοθά του
τρέχουν τα μάτια της ψυχής κι αγγίζουν τα μαλλιά σου
κι αφήνει πίσω της πολλά, αχνάρια ζωντανά,
αχνάρια που είναι όλο ευχές και είναι απ’ την καρδιά

Κι άλλον ακούω να ρωτά, γιατί είσαι λυπημένη
ν’ ακουστεί η φωνούλα σου, που ζεις συντετριμμένη
και τα κλειστά τα χείλη σου ανοίγουν και αφήνουν
κι αργά οι χτύποι της καρδιάς, χτυπούν και αργοσβήνουν

Κι άλλος ρωτάει, για να δει, αν είσαι ευτυχισμένη
σφίγγεις στα δόντια την ψυχή και με καρδιά σφαγμένη
σαν άνοιξη το χαμόγελο στο στόμα σου πλαταίνει:
«η δυστυχία, λες πικρά, με κάνει ευτυχισμένη»

Κι όλο κρατάει το όνειρο, πού να ’σαι να το σβήσεις
κι όλο ρωτούνε αδήμονοι, τι να ’χεις κι αργοσβήνεις;
Όλα τα έχεις στη ζωή, προσμένουν το άγγιγμά σου
το μυστικό μας, μάτια μου, το θάβεις στην καρδιά σου

Κι ο άνδρας δίπλα σου ζητά, το ταίρι σου να γίνει
κι όλα σου τάζει τα καλά, του κόσμου το ασήμι
ναι, ψιθυρίζεις άκεφα, σα να ’σαι υπνωτισμένη
μα απ’ το κορμί σου η καρδιά, αλλού είναι δοσμένη

Και νιώθω πως ξαλάφρωσα, όπως και η καρδιά μου
ευχές φεύγουν αδιάκοπα μέσα απ’ τα όνειρά μου
όνειρα που είναι ατέλειωτα, κρατάνε μια ζωή
μα την καρδιά μου θα βαστώ, για σένα πάντα αγνή!
Β. Φ. 09.01.1996, Γερμανία 31.05.2003
(Από τη Β` Συλλογή – ενότητα, ερωτικά)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

«Ουχ ούτως χρείαν έχομεν της χρείας παρά των φίλων ως της πίστεως της περί της χρείας» Επίκουρος