Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2007

Το παράπονο του γαϊδάρου

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΓΑΪΔΑΡΟΥ

Μες στο παχνί του στάβλου, τ’ άδειο από ζωή
από ένα γάιδαρο που κλαίει, πονάει και βογκά
ακούγονται παράπονα και αναστεναγμοί
και το Θεό παρακαλά, το θάνατο να βρει

Πόνοι αβάσταχτοι, φριχτοί και δυνατοί
σ’ όλα τα κόκαλά του και σ’ όλο το κορμί
πληγές πολλές στα γόνατα, ως και στα πισινά του
στο σβέρκο, στα πλευρά ακόμα και στ’ αυτιά του

Συλλογισμένος, σκεφτικός, τα λάθη του γυρεύει
ποια να ’ταν, τάχα, που ’καναν τ’ αφεντικό τρελό;
Του γάιδαρου φτωχό μυαλό αρχίζει να σαλεύει
μεγάλα τα παράπονα κι ο πόνος τον τρελαίνει

Πολύ ξύλο του έριξε τ’ άπονο αφεντικό του
βιτσιές που του πονέσανε ως και το λογικό του
κι όπως ο δόλιος πάσχιζε το βήμα να ταχύνει,
κάτω στο χώμα έπεσε απ’ την πολύ βιασύνη

Κι άλλες βρισιές, κλωτσιές, έφαγε στη στιγμή
κι απ’ το πέσιμό του έβγαλε μια κραυγή
δυσβάσταχτος ο πόνος του από το γόνατό του
όπου το εστραμπούλιξε με τον αστράγαλό του

Κουτσά, στραβά σηκώθηκε, βόγκαγε το κορμί του
κι από τα μάτια τα θολά τρέχουν τα δάκρυα βρύση
μπροστά ο δόλιος και πονά κι ο κύρης του όλο βρίζει
και το Θεό παρακαλά στη στράτα αυτή να σβήσει

Κι έφτασε το σούρουπο στο στάβλο πεθαμένος
τα τραύματά του σκέφτηκε κι αύριο, πώς θα δουλέψει;
Τ’ αφεντικό του τ’ άσπλαχνο, μήτε που θα σαλέψει
μα, οι πληγές που τ’ άνοιξε ποιος θα του τις γιατρέψει;
Ανίσκιωτος και πάντα μοναχός τη μοίρα καταριέται
την περιφρόνησή του έντονα όλο να συλλογιέται
κοιτά δεξιά, κοιτά ζερβά κουνάει την ουρά του
κάμποσες μύγες προσπαθεί να διώξει απ’ αφτιά του

Κάψα μέσα στα σκότια του κι η δίψα τον τρελαίνει,
και η κοιλιά του αδειανή κι η πείνα τον πεθαίνει
κουτσά-κουτσά στην άλλη τη μεριά, νερό πάει να πιει
κοντά να φάει και μια μπουκιά μπας και καρδαμωθεί

Και να, σ’ ένα κουβά σκύβει αργά λίγο να δροσιστεί
πίνει νεράκι κι έσβησε δίψα, καημούς και πόνους
και το κεφάλι του ψηλά σήκωσε ψάχνοντας για να βρει
τον παντοδύναμο Θεό, παράπονα να πει

Πέρασαν κάμποσες στιγμές και στέγνωσε το δάκρυ
φταρνίστηκε δυο τρεις φορές κι οι μύτες καθαρίσαν
κι όλες του οι κλειστές χορδές άνοιξαν και ηχήσαν
κι ένα μακρύ παράπονο απλώθηκε στα μάκρη

Κι εκεί ο ήλιος που έγερνε τον άκουσε κι εστάθη
ποιο να ’ταν το παράπονο, που μαρτυρούσε πάθη;
Και να, στον άνεμο και στη βροχή με μιας δίνει εντολή
κι όλα τ’ αστραποπελέκια να μπούνε στη γραμμή

Τρόμος, φωνές και πανικός σε όλο το χωριό,
φύλλα, κλαριά και χώματα έφερνε ο αγέρας
και η βροχή με αστραπές να σέρνει ένα χορό
τον τρόμο τους οι χωριανοί να διώχνουν με σταυρό

«Μπαμ!» απ’ εδώ, «μπουμ!» και «κράου!» από κει
κι όλοι οι γαϊδάροι του χωριού γκαρίζουν με οργή
τους κύρηδες θυμήθηκαν που ήτανε σκληροί
μουλάρια, σκύλοι κι άλογα, παίρνουν συμμετοχή

Χλιμιντρίσματα, γαυγίσματα, βελάσματα πολλά
σ’ όλους τους στάβλους του χωριού γινόταν χαλασιά
βόδια, κοκόρια, ως και γατιά βρήκαν την ευκαιρία
κι όλα μαζί να μαρτυρούν τ’ ανθρώπου αχαριστία

Χαντάκια και νεραυλακιές γίνονται σαν ποτάμια,
κι ακροβατώντας ο άνεμος ξαπλώνει τα καλάμια
στέγες πετάει καταγής, ξηλώνει τα καλύβια
και οι σφοδροί αστραποκεραυνοί ουρλιάζουνε σα λάμια

Σταμάτησε κι ο γάιδαρος αμέσως τις φωνές
ποτέ δεν έτυχε να δει μεγάλες ταραχές
κοιτάζει πάλι το Θεό και κάνει προσευχή
και τα νερά να πέφτουνε πάνω απ’ τη σκεπή

Τα χείλη γλύφει με χαρά τους πόνους του ξεχνά
κι εκεί που ετοιμάζεται να βγάλει μια φωνή
έξαλλος φτάνει ο κύρης του, τη λύσσα του ξερνά
μίσος τρέχει απ’ τα μάτια του και άγρια φυσά

«Γαϊδούρι, ξεσαμάρωτο, παιδί του σατανά,
ανάθεμά σε, άχρηστε, που τρόμαξες όλα τα ζωντανά
μα, τώρα θα σου δείξω εγώ, βρε παρακατιανό,
θα σε σκοτώσω διάολε, γαϊδούρι ελεεινό»

Ξύλο χοντρό στα χέρα του αρπάζει ξαφνικά
κι αρχινά τον γάιδαρο να δέρνει μανιακά
στις πλάτες και στα πόδια του του κάνει μελανιές,
μέχρι που αυτός γονάτισε, κλαίει ξανά, βογκά

Κι όπως το ξύλο σήκωσε να τον ξαναχτυπήσει
μια λάμψη άστραψε με μιας, μαζί και μια βροντή
κι ένα δοκάρι απ’ τη σκεπή κόβεται σαν κερί
τον κύρη κατακούτελα πέτυχε στη στιγμή

Βογκάει τώρα ο κύρης του και είναι πλακωμένος
κι ο γάιδαρός του τον κοιτά με τρόμο, ο καημένος,
τι να’ ναι τούτο το κακό και είναι ξαπλωμένος;
Αίμα τρέχει απ’ τον κύρη του κι είναι πια παγωμένος

Κουτσά στραβά σηκώθηκε, βογκούσε τρομερά,
έξω απ’ το στάβλο βρέθηκε στην έναστρη νυχτιά,
με φόβο γύρα κοίταζε πως φεύγαν τα στοιχειά
κι ένα αγέρι ελαφρύ του χάιδευε τ’ αφτιά

Όλα σταμάτησαν με μιας, βροχή, αγέρας, κεραυνοί
και τα νερά τα ορμητικά κοπάσανε με μιας
δίπλα του ο σκύλος φίλος του πηδάει στη στιγμή
και του γάιδαρου τις πληγές κοιτάζει με στοργή

Του έγλυψε τα πόδια του, τον κοίταγε στα μάτια,
τόσες πληγές ο φουκαράς και πώς θα γιατρευτεί;
Ποια να του πρωτογλύψει, με ποια θε να πιαστεί;
Πώς θα φορτώσει ο κύρης τους στις πλάτες την αυγή;

ΑΠΟΛΛΩΝ 10.03.1995
Από η συλλογή «Ψάχνοντας στ’ αχνάρια σου ζωή » 1998

1 σχόλιο:

«Ουχ ούτως χρείαν έχομεν της χρείας παρά των φίλων ως της πίστεως της περί της χρείας» Επίκουρος