Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Ό,τι απόμεινε... από περηφάνια...

Τώρα, το θέμα δεν είναι πλέον τα σύμβολα

αλλά το πόσο τα αγάπησες για να μην αντικρίζεις αυτό το χάλι…

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Άτιμα τζιτζίκια…

Αχ, βρε Ρέα τι όμορφα που γράφεις...                                Στρ.


Ήρθε. Όπως έρχεται. Στο τσακ γλιτώνω, κάθε φορά, το εγκεφαλικό. «Έκπληξη!» φωνάζει. Από έκπληξη, να δεις, θα πάω. Μου λείπει. Όσο έχουμε χρόνο, μέχρι την αναχώρησή του, λέμε και τι δεν λέμε. Πιάνουμε και πολιτικά. Εγώ μιλάω με πάθος και σκληράδα. Εκείνος, με γλύκα και ανοχή. Η Ελλάδα μας, εγώ. Η Ελλαδίτσα μας, εκείνος. Χάος. Απόγνωση. Απαισιοδοξία. Ανεργία στα ύψη. Επενδύσεις στα τάρταρα. Βιογραφικά πάνε κι έρχονται. Τίποτα πιο θλιβερό από βιογραφικά σε απόγνωση… ν΄ απαντάτε, τουλάχιστον, στα βιογραφικά! Ακούει κανείς; στο εξωτερικό απαντάνε ακριβώς στο χρόνο που ορίζουν. Τυχερός που ζεις στο εξωτερικό, καταλήγουν οι κουβέντες μου. Και των φίλων μου το ίδιο. Από πού θα αναπνεύσει αυτή η χώρα; ρωτάμε και ξαναρωτάμε. Έλα μου, ντε! Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Σαν σε ρόδα του λούνα παρκ. Φωνές, φώτα, λαμπιόνια, θέα από ψηλά και στο τέλος... τσουκ! Στην ίδια θέση. Μια ζωή! Τυχερός που βρήκες δουλειά έξω, δεν το συζητάω. Ξέρεις πότε θα υπάρξει ελπίς; όταν θα δεις να μπαίνουν κανόνες στη φορολογία. Νεφελώδες το στερέωμα. Αρπάζουν ξανά και ξανά από το ίδιο συρτάρι. Μόνο ό,τι είναι μπροστά στα μάτια τους. Τόσο φρικτά πρεσβύωπες. Ακίνητη περιουσία. Δώσ’ του! Εμπόριο. Φτύσε! Επιχειρηματίας. Φτου κακά! Επενδυτές; ψάξε για μαλάκες. Ανίκανοι, ατάλαντοι, ανεπάγγελτοι. Μπλέξαμε, σου λέω. Καλά που έφυγες! Γλίτωσες. Λέμε, λέμε, λέμε.
Κι έρχεται η ώρα της αναχώρησης. Από κείνη τη σαδιστική διαδρομή. Δεξιά, θάλασσα. Κυριακή. Λαός στις παραλίες. Βαρκούλες αρμενίζουν, ιστιοπλοϊκά σκίζουν κυματάκια, ζευγάρια σφιχταγκαλιάζονται σε μηχανάκια. Ήλιος! Μια ξεγνοιασιά που βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα στη λογική. Κι αυτός να φεύγει. Τυχερός - και καλά!

«Ξέρεις τι μου έχει λείψει;». Δεν του απαντώ. Γιατί, στην ουσία, δεν με ρωτάει. Συνεχίζει. «Το ηλιοβασίλεμα. Να δω ηλιοβασίλεμα», «δηλαδή, θες να πεις, δεν έχει ηλιοβασίλεμα εκεί;», «όχι, δεν έχει. Ο ήλιος πέφτει πίσω από τα βουνά. Δεν βλέπεις ηλιοβασίλεμα. Φεύγει η μέρα έτσι... χωρίς να την αποχαιρετάς. Πού είναι τα χρώματα του δικού μας ηλιοβασιλέματος; πώς φεύγει έτσι η μέρα σου;». Τσιμουδιά. Αμίλητη. «Και ξέρεις τι άλλο μου λείπει; θα γελάσεις! Χθες το συνειδητοποίησα». Τσιμουδιά εγώ. «Τα τζιτζίκια». Γελάω. «Το ήξερα ότι θα γελάσεις. Όσο ζούσα στη χώρα μου τα τζιτζίκια ήταν απλώς ένας ήχος, που δεν έδινα σημασία. Χθες, ξέρεις τι κατάλαβα;». Τσιμουδιά εγώ. «Κατάλαβα ότι το τζιτζίκι είναι ένα τόσο δα ζωάκι που, στην ουσία, σου λέει “είναι καλοκαίρι και η ζωή να ξέρεις, είναι μικρή”». Μπουνιά στο στομάχι. Ένα κωλοτζιτζίκι σπρώχνει με τη μια, ντόμινο, κάθε καλοστημένο κυβάκι λογικής. Αλλάζει τον αδόξαστο στα χτισμένα! Όλα γκρέμι. Γαμημένο παλιοτζιτζίκι! Ανοίγω παράθυρο. Κατεβάζει και κείνος το τζάμι του δικού του παράθυρου. Αμίλητοι. Φτάσαμε αεροδρόμιο. Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου. Τον έσφιξα πολύ. Μετά είδα την πλάτη του να φεύγει. Η ίδια και ίδια σκηνή. Ένα παλικάρι 27 ετών. 10 χρόνια εξωτερικό. Το λες τυχερό παιδί μέχρι που... τα καταραμένα τζιτζίκια. «Είναι καλοκαίρι και η ζωή είναι μικρή». Άτιμη, Ελλάδα, πώς σκας κεφαλάκι; η μελαγχολία απεγνωσμένα ψάχνει διέξοδο… βρες κάτι! Βρες!... υπάρχουν και κουνούπια! Ναι! Υπάρχουν και κουνούπια! Ρουφάνε το αίμα. Ενοχλητικά. Αναιδή. Πιάνω το τηλέφωνο να του το πω. Κλειστή η γραμμή του. Ήταν στην απογείωση. Και 'γω… σε μια Ελλάδα σε σταθερή προσγείωση.


Για την αντιγραφή: Στράτος Δουκάκης (Mithymnaios)

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013


Από την πατρίδα Ελλάδα μας ήρθαν ευχές 
για έναν καλό μήνα.
Παρακαλώ απολαύστε ευχές.
Καλό μήνα σε όλους σας
Με υγεία,
χαρά,
και ευτυχία.
Την αγάπη μου σε όλους σας. 
Ντένης